ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΙΛΕΣΣΟΠΟΥΛΟΣ
 
Οι αβάσταχτες Κυριακές της ζωγραφικής
   

Αθανασία Τσατσάκου

Αλέξανδρος Ευκλείδης

Απόστολος Λυκεσάς

Απόστ. Κιλεσσόπουλος

Ντίνος Χριστιανόπουλος

Δημήτρης Δασκαλόπουλος

Σπύρος Καρυδάκης

ΟΙ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥΣ
ΚΑΝΟΥΝ ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΑΒΑΣΤΑΧΤΕΣ

Συχνή ερώτηση: Τι είναι, πού και πώς κατατάσσεται το βιβλίο που έγραψε ο Απόστολος Κιλεσσόπουλος;
Άλλη συχνή ερώτηση: Τι ρόλο παίζει ο Κιλεσσόπουλος;
Κοινό σημείο των δύο ερωτήσεων: Όποιος θέτει την πρώτη έχει κατά νου την δεύτερη, έχει, οπωσδήποτε, κατά νου, ότι έχει μένει ανικανοποίητος από την απάντηση που έχει πάρει στην πρώτη.
Το ζήτημα που τίθεται, αφορά κυρίως την αβάσταχτη αμηχανία που προκαλεί η ανάγκη να τεθεί μια άλλη ερώτηση, η οποία δεν εκφέρεται, διότι η γενικότητά της θα κάνει τον ερωτώντα να φανεί βλαξ.
Αναλαμβάνω το ρίσκο και την θέτω: Ποια είναι η αλήθεια του Κιλεσσόπουλου;
Το ερώτημα προϋποθέτει μια μικρή αλλά τρομαχτική αντίφαση. Ο ερωτών γνωρίζει ότι ο Κιλεσσόπουλος κατέχει μια αλήθεια. Αλλά δεν γνωρίζει ποια είναι αυτή. Η προσωρινή αυτή διαπίστωση, οδηγεί σε άλλα επικινδυνότερα μονοπάτια. Εφόσον ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός κατέχει μια αλήθεια, τι λογικότερο, να θελήσουμε να την μάθουμε για να την κάνουμε κτήμα μας, να την ιδιοποιηθούμε. Τότε όμως το ερώτημα αποκτά άλλη διάσταση από την αρχική.
Γίνεται: Θέλουμε να μάθουμε την αλήθεια του Κιλεσσόπουλου;
Και επειδή η υποψία είναι πιο βολική, συνωμοσιολογικής υφής, θα πρόσθετα, κανείς δεν θα θέσει το ερώτημα για να μην πάρει την απάντηση, η οποία αυτομάτως τον κατατάσσει στην ομάδα των συνωμοτών.
Πάντως ο Κλωσσόπουλο, ευγενικός άνθρωπος εκ φύσεως, απαντά χωρίς να ερωτηθεί και κυρίως, χωρίς να προσβάλλει αυτόν που ρωτάει, αφήστε που τον αθωώνει, αφού μια δημόσια αναγγελία συνωμοσίας σημαίνει την δημόσια αυτοκατάργησή της.
Τι απαντά; “ Δεν γνωρίζω τι είναι η αλήθεια, άρα δεν δύναμαι να προσδιορίσω και την δική μου, ωστόσο γνωρίζω καλά τι είναι ψέμα, οπότε το αφαιρώ από την τέχνη και τη ζωή μου και σου παραδίδω μια αλήθεια. Αν θες τη βλέπεις, αν όχι, πάλι καλά. Αν θες την εκφέρεις, αλλά μπορείς και να αλλάξεις συζήτηση.”
Καλά. Καλά όλα αυτά, ίσως και ρητορικώς εύγευστα, αλλά τι είναι αυτό το βιβλίο, θα επέμενε βίαια αδιαπέραστος από τη φαντασία πραγματιστής, κάτι σαν τον φανταστικό Αλκίνοο του Κιλεσσόπουλου. Οπότε θα πρέπει να πάρει κι αυτός μια απάντηση ως αντιγύρισμα.
Το βιβλίο αυτό είναι λοιπόν η επιδερμίδα του καλλιτέχνη. Μην πάει ο νους στο επιφανειακό, στο πρόχειρο ή το φτηνό. Ακριβώς το αντίθετο. Είναι το ουσιώδες.
Η επιδερμίδα του καλλιτέχνη είναι σημείο καίριο. Είναι ο φρουρός και κλειδοκράτορας του κάστρου του. Ο ενδιάμεσος μάγος – μάντης – σαμάνος, ανάμεσα στον θορυβώδη περίγυρο και το αισθαντικό, πολύχρωμο και πολυδιάστατο εσωτερικό του εργαστήριο.
Για να συνεννοηθούμε: η επιδερμίδα ετούτη δεν είναι η τέχνη του αλλά το λεξικό της. Προσοχή όμως, είναι ταυτοχρόνως και ένα λεξικό παρερμηνείας, πάει να πει, είναι παράλληλα και ένας αντικατοπτρισμός, μια φάτα μοργκάνα, για να προστατεύει το μέσα του από άχρηστούς περίεργους, ή απλώς βάνδαλους εισβολείς.
Είναι λοιπόν το ουδέτερο μεσοδιάστημα, το τίποτα, ο συνοδός, ο μεταφραστής που συνοδεύει την ύπαρξη στο δρόμο προς την εξαΰλωση. Είναι μια μαγική μεμβράνη που προεκτείνει τις σημαντικές λειτουργίες –πριν αυτοεξουδετερωθεί και έχοντας εξουδετερώσει ήδη την ύλη– στο ουσιαστικότερο την τέχνη του.
Επιστήμη που να δύναται να κατασκευάσει τέτοια λεπτότητα και να αντέχει τόσο βάρος δεν γνωρίζω.
Κι όμως σηκώνει την τρέχουσα επικαιρότητα, την τρέχουσα καθημερινότητα, κατασκευάζει χειροπέδες από χιούμορ αλλά και σκαμπρόζικα αστεία που λειτουργούν σαν απελευθερωτές, λιλιπούτιοι Μπολίβαρ, διατρέχουν το κείμενο και βάζουν διαρκώς μπόμπες.
Επιπλέον όμως η λεπτότητά του, η ικανότητα γλωσσοπλασίας και αδιατάρακτου ρυθμού, θωπεύουν, σαν να είναι πινέλα, τα σώματα των ανθρώπων, ή ρίχνει τα κορμιά τους σε μια θάλασσα χρωμάτων, χρησιμοποιεί την νοσταλγία σαν προσπάθεια να σωθεί από το ιερατείο σώζοντας όμως παράλληλα τη Θεολογία, , δοκιμάζει την αντοχή της Γνώσης και της Τέχνης με αισθητήριο προϊστορικού όντος στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και γίνεται εν τέλει ένα μηδενικό που σκάει στα γέλια με τα όμικρον.
Τέλος αγωνιά να σώσει το ελάχιστο που αξίζει να σωθεί διότι δεν αντέχει να το θυσιάσει για να σωθούν τα άλλα, δηλαδή κατανοεί με πρωτοχριστιανικό αλτρουισμό ότι «η ανάγκη για μετριότητα είναι επιτακτική» κι αυτός ο καθαρτήριος συμβιβασμός σώζει την τέχνη του, τους αποκλεισμένους του κάστρου του «εγώ ζω με αυτό που οι άλλοι απλώς βλέπουν» ή του ρίχνουν μια φευγαλέα ματιά.
Όσο γι αυτούς που πραγματικά θα ήθελαν να ριχτούν στη μάχη για την κατάχτηση της αλήθειας του καλλιτέχνη, δίχως να φεισθούν κόπων και θυσιών, τότε η κάτωθι παραβολική αναφορά του ( σελ. 159-60) θα τους αποζημιώσει σε απελπισία:
«Ο τυφλός Μπόρχες αφηγείται μια ιστορία με ήρωα τον Παράκελσο κι έναν άγνωστο που θέλει να γίνει μαθητής του και ου προσφέρει σε αντάλλαγμα όλα του τα υπάρχοντα. «Θέλω στο πλευρό σου να διαβώ το δρόμο που οδηγεί στη Λίθο, του λέει. «Ο δρόμος είναι η λίθος, El camino es la Piedra, η αφετηρία είναι η Λίθο. Κάθε βήμα που θα κάνεις είναι το τέρμα», απαντά ο Παράκελσος, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως ο γεμάτος επιφυλάξεις υποψήφιος μαθητής δεν πρόκειται να γίνει δικός του παρά την προϋπόθεση που το σχολιαρούδι θα θέσει αμέσως, ίσως μάλιστα εξ αιτίας της: «Λένε πως μπορείς να κάψεις ένα ρόδο, κι ύστερα, χάρη στην τέχνη σου, να το κάνεις να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες το. Άφησέ με να δω αυτό το μεγαλούργημα κι ύστερα θα σου χαρίσω τη ζωή μου ολάκερη. Κι αρπάζει το ρόδο που βρισκόταν πάνω στο αναλόγιο και το πετά στις φλόγες του τζακιού. Σε λίγο απομένει μόνο η στάχτη του. «Εδώ βρίσκεται η στάχτη που ήταν κάποτε ένα ρόδο. Ένα ρόδο που δεν θα ξαναείναι ποτέ πια», ψιθυρίζει ο δάσκαλος. Ο νεαρός νοιώθει ντροπή, γονατίζει και δηλώνει την απιστία του, η οποία ανταμώνεται πάντως με τον οίκτο που του προκαλεί ο γέρο-δάσκαλος, ο οποίος του φαίνεται τώρα κενός. Μαζεύει τα φλουριά και φεύγει. «Ο Παράκελσος έμεινε μόνος. Πριν σβήσει τη λάμπα και καθίσει στη φθαρμένη πολυθρόνα, έριξε τη λίγη στάχτη στη φούχτα του κι είπε μια λέξη με χαμηλή φωνή. Το ρόδο ξαναγεννήθηκε.La rosa resurgio.»
Αναζητάμε τη λέξη. Ίσως κι μίτος δεν είναι παρά μια λέξη που την προφέρει την καίρια στιγμή η Αριάδνη – αυτή γεννήθηκε ή δεν γεννήθηκε απ’ το πλευρό μας;»


Απόστολος Λυκεσάς
Συγγραφέας