ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΙΛΕΣΣΟΠΟΥΛΟΣ | |
Οι αβάσταχτες Κυριακές της ζωγραφικής |
|
Ως ζωγράφος δέχομαι συχνά από μια μερίδα θεατών το αφελές ερώτημα: ποιο είναι το μήνυμα του έργου, ή πιο πλαδαρά: τι θέλετε να πείτε μ’ αυτό; Την ανάγκη για μηνύματα την προσπερνώ, και προσπαθώ να ξαναστρέψω το κλειδαμπαρωμένο βλέμμα του θεατή στο έργο. Η ανάγκη πάλι για εξηγήσεις και ερμηνείες δεν θα ήταν τόσο αναίτια αν δεν έφευγε κανείς με το ραβασάκι της εξήγησης στην τσέπη εγκαταλείποντας το έργο σύξυλο, εγκαταλείποντας δηλαδή το διάλογο μαζί του. Αν κάποιος επέμενε και με ρωτούσε τι θέλω να πω με τις Αβάσταχτες Κυριακές μου, θα τον παρέπεμπα σε δύο σημεία του βιβλίου μου, θα τον υποχρέωνα δηλαδή να επιστρέψει στο ίδιο το βιβλίο και να βρει την εντός ή εκτός εισαγωγικών εξήγηση μέσα σ’ αυτό και μέσα απ’ αυτό. Στο πρώτο σημείο παραθέτω ένα επεισόδιο από τη ζωή του Μπετόβεν. Γράφω: «Κάποια θαυμάστρια του τον επισκέφτηκε την ώρα που εκείνος τελειοποιούσε μια Σονάτα του. Κάθισε αθόρυβα στη γωνιά και, όταν τελείωσε η μουσική, αναφώνησε θαμπωμένη όσο και απορημένη: «Υπέροχη μουσική μαέστρο, αλλά τι θέλετε να πείτε με αυτό το κομμάτι;» -«Θέλω να πω ακριβώς αυτό», της απάντησε και έπαιξε από την αρχή ολόκληρη τη Σονάτα». Το δεύτερο σημείο, στο ένατο κεφαλαίο, κάπου στο μέσο του βιβλίου, αναφέρομαι στο πώς και με τι ερέθισμα ξεκίνησα να το γράφω, μιλώ για τα ζόρια της μαιευτικής, τις αντιστάσεις μου, τις αμφιβολίες, τις εκπλήξεις που δοκιμάζω καθώς η γραφή μεταβάλλεται σε ζωντανή ύπαρξη και με οδηγεί εκεί που εκείνη θέλει. Έτσι, κατά κάποιο τρόπο, το ίδιο το βιβλίο γίνεται θέμα και αντικείμενο του εαυτού του. Οι Κυριακές μου έχουν για υπότιτλο, δοκιμιακή μυθιστορία περί τέχνης, που σημαίνει ότι προσπαθώ να συγκεράσω δύο διαφορετικά είδη λόγου, το μυθιστόρημα και το δοκίμιο, και αυτό όχι για λόγους πρωτοτυπίας ή εντυπωσιασμού, αλλά για λόγους ποιητικής ανάγκης. Με αυτό τον συγκερασμό, θέλησα να απαλύνω την ψυχρότητα της δοκιμιακής γραφής (γι’ αυτό άλλωστε γράφω στο πρώτο πρόσωπο), και αντίθετα, να δώσω στον μυθιστορηματικό τρόπο κάτι από την αυστηρότητα του δοκιμίου. Καθώς γραφόταν όμως το βιβλίο, εισχωρούσαν με το έτσι θέλω και άλλα στοιχεία, όπως πρόσωπα που εμφανίζονταν για μια και μόνη φορά, θέατρο μέσα στο θέατρο, παραθέσεις κειμένων ή σκέψεων άλλων συγγραφέων και πολλά ετερόκλητα στοιχεία από τη ζωή και την τέχνη. Όλα πάντως χωνεύονται στο ίδιο χωνευτήρι. Βλέπω το βιβλίο μου σαν ένα πολυεδρικό πρίσμα, όπου κάθε επιφάνειά του αντανακλάται στις υπόλοιπες και το νόημα του όλου κειμένου οφείλεται στους συσχετισμούς των επί μέρους στοιχείων. Πέρα από αυτά, θα υπογράμμιζα πως στις Αβάσταχτες Κυριακέςτης ζωγραφικής, τίθενται άλλοτε άμεσα κι άλλοτε έμμεσα, μια σειρά από ερωτήματα. Θα αναφέρω έξη από αυτά. Πρώτο και κυρίαρχο: ποια είναι τα όρια της γραφής, πόσο μπορεί κανείς να τανύσει το σκοινί δίχως να το σπάσει. Σκοινί στην προκειμένη περίπτωση είναι ο λόγος, ο οποίος, να μην ξεχνούμε, περιλαμβάνει και το παράλογο με τα συνακόλουθά του, όπως ακριβώς συμβαίνει και στη ζωή. Δεύτερο ερώτημα: εάν ο συγγραφέας μπορεί να μεταβάλλεται σε μυθιστορηματικό ήρωα αλλά και ποιοι χαρακτήρες είναι αληθινότεροι, πειστικότεροι, οι επινοημένοι, οι πραγματικοί, ή και οι μεν και οι δε;. Το ίδιο ισχύει για τα επεισόδια, τα γεγονότα, τις ιστορίες που ξετυλίγονται μέσα στο βιβλίο. Θέτω με άλλα λόγια τη μυθιστορηματική γραφή υπό ερώτηση, όπως άλλωστε και τη δοκιμιακή. Θεωρία και πράξη, σκέψεις και γεγονότα, ερωτώνται με τη σειρά τους ως αποσπάσματα του κόσμου που μας συνθέτει και που τον συνθέτουμε. Μια παρατήρηση του Κώστα Αξελού πάει το πράμα ακόμα παρά πέρα. Λέει: Ο κόσμος δεν είναι η πραγματικότητα, η πραγματικότητα δεν είναι ο κόσμος. Ο κόσμος περιέχει όλα όσα συνθέτουν την πραγματικότητα και την αποσυνθέτουν. Η φαντασία και οι αυταπάτες, τα όνειρα και τα φαντάσματα αποτελούν, ως τέτοια, συστατικό μέρος της πραγματικότητας του πραγματικού και, κατά συνέπεια, του κόσμου. Τρίτο ερώτημα: πόσο και πώς συνομιλούν, πώς σχετίζονται και κυρίως πώς διαπλέκονται τέχνη και ζωή, ζωή και τέχνη, αν υπάρχουν όρια και ποια μπορεί να είναι αυτά. Τέταρτο ερώτημα: πώς συντροφεύουν και πως συνδιαλέγονται ο στοχασμός με το τετριμμένο. Γιατί αναμφίβολα συντροφεύουν, συνδιαλέγονται και μάλιστα εξαντλούν τις ζωτικές τους δυνάμεις όταν αντιπαλεύουν το ένα το άλλο, με βέβαιο πάντα νικητή το τετριμμένο. Πέμπτο: ζούμε εντός μας και εκτός μας, αλλά πόσο εντός και πόσο εκτός, μα και με τι τρόπο εντός και με τι εκτός, με δυο λόγια, ρωτώ χωρίς απαραίτητα να απαντώ αν μας έχει απομείνει κάποια ενάργεια. Τέλος, Έκτο: Εάν και πώς μπορούμε να ορίσουμε τη συνείδηση, ιδίως σήμερα που οι επιστήμονες της διερεύνησης των εγκεφαλικών λειτουργιών αρνούνται την ύπαρξή της. Υποερώτημα: πόσο μας ανήκει η συνείδηση που τόσο ζηλότυπα νομίζουμε ότι κατέχουμε; Απόστολος Κιλεσσόπουλος |
|