Τι
ωραία που είναι η βεράντα μου!
Ω, καθισμένη ανάμεσα στις ανθισμένες χουρμαδιές σε καρτερώ, τέλος
της ζωής μου.
Τα χελιδόνια ψάλλουνε το δόξα εν υψίστοις και χορωδία μαγική ακούγεται
αμυδρά. Τα σύννεφα πυκνώνουνε κι ο ουρανός μπλάβο απέκτησε χρώμα.
Το τρανζίστορ του γείτονα ανόσια τραγούδια παίζει και το κεφάλι μου
ζαλίζει. Αρπάζω έναν ώριμο χουρμά και με τη σφεντόνα μου απέναντι τον εκσφενδονίζω.
Μου ανταποδίδει το χτύπημα πετώντας μου ένα κουτσό χταπόδι. Ολοζώντανο
αν και κουτσό με ικεσία με ατενίζει. Το λυπήθηκα το άμοιρο και με μεγάλη
φροντίδα του έδεσα το κολοβό ποδάρι με μια ροζ κορδέλα.
Μόλις η γατούλα είδε τον τεράστιο ροζ φιόγκο που έλαμπε στο φως της
δύσης, όλο χαρά έτρεξε μαζί του για να παίξει.
Χίλια κομμάτια έγινε το δύστυχο χταπόδι και μόνο τα ματάκια του βρεθήκανε
να εξακολουθούν να με κοιτούν με παράπονο και απορία. Μη ξέροντας πώς να
αποφύγω το πονεμένο βλέμμα άδραξα από την ουρά τη γάτα και περιστρέφοντας
αυτή μετά του εαυτού μου την κοπάνησα στον ρελιέφ τοίχο της ωραίας μου
βεράντας. Άπειρες τρίχες κόλλησαν στην άγρια επιφάνεια.
Η μεταμόρφωση του μπαλκονιού υπήρξε όντως εντυπωσιακή. Έμοιαζε με
μοκέτα επιτοίχια, θυμίζοντας ταπισερί παλαιών εποχών. Η έμπνευση με κυρίευσε
και ευθύς με κόλλα γερή και αδιάφορη προς τις ποικίλες καιρικές συνθήκες,
κόλλησα τα χίλια κομμάτια του διαμελισμένου χταποδιού στα ελάχιστα κενά
που άφηνε το τρίχωμα στον τοίχο.
Δεν ήμουν ακόμα ενθουσιασμένη με το αποτέλεσμα γι'αυτό και ολοκλήρωσα
το έργο ραντίζοντάς το με αίμα από τις φλέβες μου που χωρίς δισταγμό
έκοψα με το κοφτερό μου κοπίδι. Εξουθενωμένη από την πνευματική αλλά
και σωματική
ένταση ξάπλωσα στο κίτρινο ανάκλιντρο προσπαθώντας να αφομοιωθώ με
το αίμα που άφθονο έρρεε από τις ανοιχτές μου φλέβες. Όταν το δάπεδο
τριγύρω πλημμύρισε
και βρέθηκα μέσα σε μια κόκκινη λίμνη, φόρεσα το μπικινάκι μου και
με χάρη άρχισα να κολυμπώ.
Τα κύματα με παρέσυραν και χάθηκα μακρυά....

