"...στου
σύμπαντος τη μουσική αρχιτεκτονική" (σελίδα
3) |
||
|
||
Η ζωγραφική συχνά θεωρείται πως είναι τέχνη στατική και ακίνητη, στα έργα όμως του Κιλεσσόπουλου η κίνηση υπήρξε ανέκαθεν σημαντική παράμετρος. Είναι κίνηση νοητή, που υπακούει σε νόμους εσωτερικούς, που υποβάλλεται από τη μορφή και το χρώμα και όχι κίνηση που παράγεται με τρόπους μηχανιστικούς. Στα έργα του, η κίνηση είναι ο ρυθμός, όπως και στη μουσική, είναι στοιχείο δραματικό, με τη διπλή έννοια της δράσης και του δράματος. Είναι κίνηση εσωτερική που γίνεται αντιληπτή καθώς η δύναμη του σχήματος και του χρώματος αναγκάζει το μάτι να περιδιαβεί το έργο και ο θεατής έχει την αίσθηση ότι βρίσκεται μέσα στον εικαστικό χώρο. Η οπτική μετάβαση από ένα σημείο σε άλλο, από το συμπαγές στο κενό ή αντίστροφα, ενδυναμώνει την αίσθηση αυτή. Στα αναρτώμενα έργα είναι δυνατόν να υπάρχει και η φαινομενική κίνηση, η οποία προκύπτει από την επενέργεια εξωτερικών παραγόντων, όπως ο αέρας. Η κίνηση αυτή, όμως, σε καμία περίπτωση δεν είναι απαραίτητη για την ολοκλήρωση της εικαστικής πρότασης, καθώς συμβαίνει σε έργα άλλων καλλιτεχνών, όπως για παράδειγμα στα έργα του Alexander Calder. Η χρήση του laser σε ορισμένα «θραυστά» κρίνεται ως αναγκαία, διότι το laser είναι υλικό αυλό που έχει μέσα του δυνάμει την κίνηση, στοιχείο που μπορεί να φανερώσει την ήδη γνωστή στην ψυχή και το πνεύμα, αλλά ασύλληπτη στα μάτια γεωμετρία. Η κίνηση πάντοτε συνεπάγεται ένα άνυσμα χώρου και χρόνου, καθώς παρέχει την αίσθηση της μετατόπισης και της πολλαπλής θέσης. Οι εικαστικές τέχνες
έχουν τη δυνατότητα να μορφοποιούν το χρόνο με εικόνες, ήχο, κίνηση. Σε
ορισμένες μάλιστα θεματικές περιοχές όπως η προσωπογραφία, ή σε ρεύματα
όπως οι δράσεις (happenings), η μορφοποίηση αυτή είναι ιδιαίτερα ευδιάκριτη. "Χρόνος παρών
και χρόνος παρελθών. μιλά για χρόνο συμπυκνωμένο και δραματικό, όπως εκφράζεται στην ποίηση του Εliot, ποίηση η οποία παραδέχεται ότι «επέδρασε βαθιά στην ανάπτυξη του ως ζωγράφου και ως σκεπτόμενου ανθρώπου». Στις δράσεις (performances) του Κιλεσσόπουλου, ο χρόνος είναι μετρήσιμος, καθορισμένος από τον καλλιτέχνη μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο. Η ροή του χρόνου εκφράζεται μέσα από τις κινήσεις των ερμηνευτών, κινήσεις προκαθορισμένες από τον ίδιο, όχι τυχαίες εφόσον έπρεπε να υπακούουν στη μουσική που αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της δράσης. Ο καλλιτέχνης ήταν ο ενορχηστρωτής του όλου δράματος και είχε τον πλήρη έλεγχο του, ενώ υπήρχε ταύτιση πραγματικού και εικαστικού χρόνου για όσο διάστημα διαρκούσε η δράση. Στα τελευταία έργα, όπως τα «θραυστά», ο καλλιτέχνης γίνεται ερμηνευτής του δράματος, συλλαμβάνοντας και μορφοποιώντας το χρόνο με εντελώς διαφορετική ροή και ποιότητα. Δεν είναι πλέον ο καθορισμένος χρόνος των δράσεων, ούτε ο πραγματικός χρόνος σε στατική, παγιωμένη μορφή, χρόνος που διέρρευσε, όπως μπορεί να διαβαστεί στα δαχτυλίδια ενός απολιθωμένου δέντρου, στην ηλικία ενός πετρώματος. Ο χρόνος στα «θραυστά» είναι χρόνος άπειρος, άφθαρτος, χρόνος που υφίσταται ανεξάρτητα από την ανθρώπινη δράση, μέσα στον οποίο, όμως, εμπεριέχονται οι άνθρωποι και από τον οποίο προσδιορίζονται. Τα κενά και τα συμπαγή μορφοποιούνται διαφορετικά από έργο σε έργο και μέσα από τα υλικά και άυλα μέρη των έργων αποκαλύπτονται ποικίλες εκδοχές του αυτού χώρου και χρόνου. Η ροή της χωροχρονικής παρουσίασης στα έργα του Κιλεσσόπουλου έχει το αντίστοιχο της και στη λογοτεχνία. Ενδεικτικά μπορεί να αναφερθεί «Το Κουαρτέτο της Αλεξάνδρειας», του Lawrence Durell, έργο στο οποίο ο συγγραφέας παρουσιάζει δια στόματος διαφορετικών προσώπων, κατά επίπεδα και από διαφορετικές οπτικές γωνίες, τις ίδιες καταστάσεις και γεγονότα. Τα νήματα των αφηγήσεων, που παρουσιάζουν διαφορετικές όψεις της ίδιας διήγησης, πλέκονται και συνθέτουν εικόνες χωροχρόνου στην ψυχή και το νου του αναγνώστη. Πρέπει όμως να διευκρινιστεί ότι είναι χωρόχρονος διαφορετικής ποιότητας από των «θραυστών» καθώς είναι τοπικά και χρονικά προσδιορίσιμος και καθορισμένος. Στα «θραυστά», αντίθετα, ο χωρόχρονος υπερβαίνει το χρονικά ή τοπικά περιορισμένο, μολονότι γίνεται υλικό φαινόμενο και αποκτά μορφή ορατή και απτή. Αν θυμηθούμε τη ρήση του Paul Klee ότι η ουσία της ζωγραφικής είναι να καταστεί το αόρατο ορατό, εύκολα διαπιστώνουμε ότι τα έργα του Απόστολου Κιλεσσόπουλου πληρούν απόλυτα τη ρήση αυτή. Ίσως η μεγαλύτερη προσφορά του ζωγράφου είναι ότι μορφοποιώντας εικόνες του αυλού τις καθιστά ορατές, γίνεται οδηγός μας σε οδούς που μόνοι δεν θα βαδίζαμε και ανοίγει τις πύλες σε έναν κόσμο ευφροσύνης και ψυχικής ανάτασης, ανυψώνοντας πάνω από το ατομικό και το φθαρτό όποιον θελήσει να γίνει κοινωνός του έργου του. Αγγελική
Σαχίνη [*] Από το ποίημα του Τ. S. Εliot, Burnt Norton. Βλ. Τ. S. Εliot, Τα Ποιήματα 1909-1962, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1994, σ. 303 (Μετάφραση Λ. Κ. Βατάκας, σχέδια Απ. Κιλεσσόπουλος). |
||
|