Όμως
εγώ θα συνεχίσω να σκαρώνω τραγουδάκια, να γράφω ποιηματάκια
με ευχάριστη πλοκή. Και η χαρά μου η τρανή, ακόμα πιο μεγάλη
μόνο τότε θα γενεί
όταν θάρθει το πρωί. Το πρωί με τη δροσούλα που θα πάμε παρεούλα
στην ωραία ακρογιαλιά να ξαπλώσουμε αγκαλιά. Και όπως θα χτυπά
το κύμα και
θα μας μιλά γλυκά θα σου σπάσω το κεφάλι μ'ένα όστρακο σκληρό.
Και θα κρύψω τα κομμάτια σ'ένα πύργο από άμμο κι από πάνω θα
στολίσω με
ξερές τσούχτρες το θόλο του πύργου και θα εγκαταλείψω τον εαυτό
μου σ'αυτή τη γραφική ακρογιαλιά κλαίγοντας πικρά γιατί με τη
βιασύνη και
τη μανία μου έσπασα και το σπάνιο όστρακο και μαζί με το άχρηστο
κεφάλι έθαψα και τα υπέροχα τεμάχια του οστράκου.
Μήπως
άραγε η κατάσταση χειροτερεύει; Μήπως θα έπρεπε να αναζητήσουμε ένα
γιατρό
—όχι ψυχίατρο αλλά οδοντίατρο— να μου βγάλει όλα τα δόντια
που σάπισαν και καθώς το στόμα μου μυρίζει φρικτά λόγω των σάπιων δοντιών,
δημιουργούνται καταστάσεις ανεπίτρεπτες με τους φίλους και τους
συγγενείς
που με χαρά έρχονται να με δουν και να μου ευχηθούν καλή χρονιά.
Τα φτυσίματα και τα αίματα στολίζουν τους γκρίζους τοίχους και
στις ανταύγειες των πτυέλων αναφαίνεται μια θαυμαστή μορφή. Με
χαρά την αντικρύζω,
ταπεινά τη χαιρετώ, και με κέφι αναφωνώ:
Ιδού
εγώ! Ιδού εγώ!
Ιδού εγώ λοιπόν, η πλασμένη για άχρηστες χώρες και για βούρκους
σκοτεινούς.
Ιδού το αποτέλεσμα εντατικών προσπαθειών και ετών τεσσαράκοντα
πέντε.
Ιδού ο καταστροφεύς, ιδού το μαδημένο αίσχος, ιδού εγώ λοιπόν.
Ιδού και η αλλοίωση προχωρά και η διάσωση αδύνατος πλέον.

