Το χρήμα ΙI
 
 
Ήλθε, έφτασε η ώρα, έρχεται η μεγάλη μπόρα
η υπομονή μου φεύγει και μια λύσσα με κατέχει.
Με μανία ξεπηδώ, μία μάχαιρα τραβώ
καταστρέφοντας τα πάντα, σπάζοντας όλα τα τζάμια.
 
Ο ταμίας απορεί, να ψελλίσει προσπαθεί
μα μ'ένα κομμένο τζάμι του ανοίγω το κεφάλι.
Το αφεντικό ορμάει, άδεια πάει να πάρει,
τι να κάνει ερωτά να με συνεφέρει για.
 
Και ο πρόεδρος κλεισμένος, στο γραφείο κλειδωμένος,
ξύπνησε από τον ύπνο με τον τρομερό το χτύπο.
Τι συνέβη αναφωνεί, του ξεφεύγει μια πορδή
απ'τον τρόμο το μεγάλο αντικρύζοντας το χάρο.
επόμενο ανθολογίας