Ήλθε,
έφτασε η ώρα, έρχεται η μεγάλη μπόρα
η
υπομονή μου φεύγει και μια λύσσα με κατέχει.
Με
μανία ξεπηδώ, μία μάχαιρα τραβώ
καταστρέφοντας
τα πάντα, σπάζοντας όλα τα τζάμια.
Ο
ταμίας απορεί, να ψελλίσει προσπαθεί
μα
μ'ένα κομμένο τζάμι του ανοίγω το κεφάλι.
Το
αφεντικό ορμάει, άδεια πάει να πάρει,
τι
να κάνει ερωτά να με συνεφέρει για.
Και
ο πρόεδρος κλεισμένος, στο γραφείο κλειδωμένος,
ξύπνησε
από τον ύπνο με τον τρομερό το χτύπο.
Τι
συνέβη αναφωνεί, του ξεφεύγει μια πορδή
απ'τον
τρόμο το μεγάλο αντικρύζοντας το χάρο.
|