Το χρήμα Ι
 
 
Μία μέρα μαγεμένη, από νέφος σκεπασμένη ξεκινώ
κι όλο πηγαίνω, στον Παράδεισο ν'ανέβω.
Φτάνω τέλος και παρκάρω, με το ασανσέρ τραβάω
και στον πέμπτο ανεβαίνω, το αφεντικό μου βλέπω.
 
Τιμολόγιο του δίνω χρήματα να του ζητήσω
αλλά πρόβλημα μεγάλο, δεν υπάρχει ούτε φράγκο.
Περιμένω, περιμένω, μα εις μάτην υποθέτω,
το συμβούλιο να γίνει, την κατάσταση να κρίνει .
 
Και η ώρα που περνάει και ποτέ πια δεν γυρνάει,
αρχινά να φέρνει ζάλη στο φτωχό μου το κεφάλι.
Θέλω πια μακριά να φύγω, μήπως και συνέλθω λίγο,
αλλά πρόσχαρα προσμένω, χρήματα για να μαζέψω .
επόμενο ανθολογίας