Καθισμένη
στην καρέκλα, τυλιγμένη στην πετσέτα
το
βρακί μου στο κεφάλι και τα πόδια στο ταβάνι
πίνοντας
ένα ποτό και κοιτώντας το κενό
την
ημέρα μου περνούσα, τη ζωή μου τη γλεντούσα.
Ξάφνου
όμως μιαν αυγή, με μια θλίψη δυνατή
άρχισα
πικρά να κλαίω και να λέω πως πεθαίνω.
Το
ποτό είχε τελειώσει, η πετσέτα είχε λειώσει
η
καρέκλα είχε ραγίσει, το κενό είχε γεμίσει.
Ευθύς
βάζω το βρακί μου και τη σκούφια την καλή μου
και
πετάγομαι και τρέχω, στο βουνό ψηλά ν'ανέβω.
Πριν
να φτάσω στην κορφή, βρίσκω μια μικρή πηγή
το
νερό που αναβλύζει, στη δροσιά του με τυλίγει.
Παίρνω
μια γαλάζια πέτρα και μετράω ως το δέκα
κι
ύστερα με μια κραυγή, ρίχνομαι μες στην πηγή.
Στο
βυθό μέσα βουλιάζω κι όλα γύρω μου τα χάνω
μα
η πέτρα επιπλέει κι ένα τραγουδάκι λέει.
"Είχα
πάντα μια χαρά, όταν ήμουν στη στεριά
μα
κι εδώ πάνω στο κύμα, κάνω όμορφα παιχνίδια.
Εσύ
έχεις πια πνιγεί και ησύχασε η γη
εγώ
εδώ θα κολυμπώ και αιώνια θα ζω." .
|