Μη
τάχα και εμάθατε, σας είπαν τα μαντάτα,
ποια
ήτανε η κοπελιά, πώς ήτανε η κούκλα
που
τώρα στα γεράματα τη βλέπεις ζαρωμένη,
τη
βλέπεις και σιχαίνεσαι που είναι σαν πανούκλα.
και
σκέφτεσαι το θάνατο που όλοι θα συναντήσουν
και
τη ζωή μία νυχτιά όλοι θα χαιρετήσουν.
Ήτανε
νιά, ομορφονιά, στη λάμψη της επάνω
που
όλοι την εθαυμάζανε όλοι την προσκυνούσαν
και
στην καρδιά της για να μπουν τα πάντα θα αρνιούνταν.
Μα
κείνη ήταν περήφανη, ήταν και ψηλομύτα
κι
ειρωνικά τους έβλεπε τους δόλιους θαυμαστές της.
Στα
πόδια της απόθαναν δεκάδες παληκάρια
από
έρωτα αγιάτρευτο γι αυτή τη σαγηνεύτρα
που
άσπλαχνα τους κοίταζε, τα θύματα μετρούσε,
μα
στην ψυχή είχε καημό που δεν ομολογούσε,
γιατί
κι αυτή στα μουλωχτά το διάκο αγαπούσε.
Μα
ο διάκος ήταν έμπιστος και στο Θεό ταγμένος
και
με γυναίκα αυτός ποτέ δεν ερωτοτροπούσε.
Εκείνη
τον κυνήγαγε στις εκκλησιές, στα δάση,
στα
μοναστήρια, στις μονές και όπου λειτουργούσε
και
την ευχή του επίμονα ζητούσε για να πάρει.
Eις
μάτην και τα όνειρα, εις μάτην και τα πάθη,
ο
διάκος δεν εκάμπτετο της ηθικής υπέρμαχος, πολέμιος της αγάπης,
τη
νιά αποκαρδίωσε που έκτοτε εμαράθη.
Κι
όπως την ξέρουμε έγινε από έρωτα τρελό
και
σαν πανούκλα μοιάζει γιατί πολύ ηγάπησε και δεν ανταγαπήθη.