Ανάμεσα
στις τσουκνίδες και τα ξερόχορτα ξεπήδησε το λουλούδι. Ήταν τόσο
όμορφο που το γκρίζο πρωινό φωτίστηκε για να το βλέπει. Η μυρωδιά του
ήταν
τόσο δυνατή που η μικρή ναρκωμένη πεταλούδα ζωντάνεψε και έτρεξε
να το συναντήσει. Ευτυχισμένη χώθηκε μέσα στα κόκκινα φύλλα του αγαπώντας
την ομορφιά του, μυρίζοντας τη μυρωδιά του και ρουφώντας τους
χυμούς
του. Το λουλούδι αγκάλιασε την πεταλούδα και την οδήγησε ακόμα
πιο βαθειά μέσα του, κολακευμένο από το θαυμασμό της. Καθόλου δεν την
ένοιαζε
την πεταλούδα που η μυρωδιά του λουλουδιού της έπνιγε την αναπνοή
και το σφίξιμό του της έλιωνε το σώμα. Αντίθετα η ευτυχία της γινόταν
όλο
και μεγαλύτερη, και όταν κατάλαβε ότι πέθαινε σιγά σιγά, αφέθηκε
στην πιο μεγάλη ηδονή, στον πιο ωραίο θάνατο, μέσα στην κόκκινη ομορφιά
του λουλουδιού της.

