Σκουλήκια
πολλά, μαλακά, λιωμένα, πατημένα.
Τι ωραία μυρωδιά!
Περνά ο καιρός.
Οι κάμπιες μεγαλώνουν.
Μέσα σε σωρό σαπισμένα κρέατα και λιωμένα κόκκαλα που κολυμπούν στο χλιαρό
πολτό από βρώμικα σάλια, βρίσκομαι να τραγουδώ το υπέροχο τραγούδι της
ήττας.
Τι να πει κανείς για τις μάταιες προσπάθειες εκείνων που κατά την πτώση
τους διακρίνουν στιγμιαία να ανέρχονται τα πτώματα των ήδη πεθαμένων;
Πώς να αντιμετωπίσει κανείς τις γλοιώδεις σαύρες που αποτελούν ένα ρευστό
διαρκώς κινούμενο δάπεδο;
Το έδαφος βουλιάζει.
Πολλά τα λόγια και κίνηση καμιά.
Ήδη έγινε / έμεινε / τέλειωσε -μόνο με λόγια.
Ήταν απαραίτητο να γίνει και με κίνηση;
Τι υπάρχει;
Το πιο λογικό πράγμα που σκέφτηκε να κάνει ήταν να ανοίξει ένα μικρό μαγαζί
ακριβώς απέναντι από το σπίτι με τις κουρτίνες και πουλούσε κόκκινα τσιγάρα,
μικρά νόστιμα παξιμάδια και κονσέρβες για γάτες.
Σ’αυτό το μαγαζί έμενε όλο το εικοσιτετράωρο περιμένοντας τον ένα
και μοναδικό πελάτη. Παρακολουθούσε άγρυπνα κάθε του κίνηση, ήξερε ποιούς
έβλεπε, τι έτρωγε, πότε κοιμόταν, πότε έφευγε. Κατάσκοπος.
Σκότωσε τις τρεις γάτες της και μετά πήδηξε από το μπαλκόνι της. Ο θάνατος
ήταν ακαριαίος, και για τις γάτες και για την ίδια. Όλοι σκέφτηκαν
ότι ίσως ήταν τρελή -δεν ήταν όμως αλήθεια.
Η τσουκνίδα προκαλεί κνησμόν και ερεθισμόν εις τον απερίσκεπτον ο οποίος
θα την αγγίξει άνευ προστατευτικού, εκτός αν ούτος είναι ιδιαιτέρως σκληραγωγημένος
και επιρρεπής εις πράξεις τολμηρές.
Ο νους του ανθρώπου είναι περιορισμένος ως προς την αντίληψη και κατανόηση
υπερβατικών αληθειών -ή ηλιθιών-— αδιάφορον.
Η έρευνα αποσκοπεί εις την ανεύρεσιν της αληθείας, η οποία καθοδηγεί μυστηριωδώς
τον ανήσυχον ερευνητήν εις το χάος.
Η μονομαχία είχε άδοξο τέλος. Κανένας δεν ήταν νικητής ούτε και νικημένος
εντελώς.
Οι κεραίες του κουνουπιού είχαν ακρωτηριαστεί και η μύτη του ποντικού
είχε αποκοπεί εντελώς. Το αποτέλεσμα εντούτοις ήταν τραγικό και για τους
δυο: το κουνούπι έχανε τον προσανατολισμό του, το δε ποντίκι δεν μπορούσε
να οσφρησθεί το φαγητό που το περίμενε στη φάκα. Έτσι πέρασε ο καιρός.
Το τυφλό ποντίκι έψαχνε απεγνωσμένα τη φωλιά του. Τα πονηρά μυρμήγκια
είχαν φράξει την είσοδο με σωρούς από χώμα.
Κοροϊδευτικά χόρευαν γύρω από το τυφλό ποντίκι που κλαίγοντας εκλιπαρούσε
τους μικρούς βασανιστές του να του επιτρέψουν να επιστρέψει στη θαλπωρή
της φωλιάς του. Όσο περισσότερο έκλαιγε το ποντίκι, τόσο πιο άθλιο και
σιχαμένο έδειχνε και όλο με μεγαλύτερη μανία χόρευαν τα μυρμήγκια γύρω
του.

