Αρκούδες

 
 

Για μια φορά ακόμα πάγωσε από το κρύο.
Δεν ήταν τόσο δυνατό όπως την προηγούμενη χρονιά, αλλά εντούτοις στάθηκε ικανό να επιφέρει τα ίδια αποτελέσματα.
Με μανία έγραφε και μουτζούρωνε τις λευκές κόλλες και τα απομνημονεύματά της χαράκωναν την παγωνιά.
Έκτακτα, αναφώνησε μαγεμένη από το θαυμαστό του λόγου της. Είσαι καταπληκτική, αντήχησαν οι λευκοί τοίχοι και τα κόκκινα παράθυρα, και με βουητό γκρεμίστηκαν όλα.

Η σκέψη της έτρεχε μακριά, δεκαεννιά χρόνια πριν, τότε που ξαφνικά κατάλαβε.
Η αποκάλυψη είχε γίνει αργά μια νύχτα, όταν όλοι εξουθενωμένοι από το ξενύχτι είχαν καθήσει να ξαποστάσουν.
Και εκείνη τη βραδιά έγινε.
Και η σκέψη εκείνη την κατέτρεχε δεκαεννιά χρόνια μετά. Έβλεπε καθαρά ακόμα και ό,τι είχε γίνει πριν από όλα αυτά τα δεκαεννιά χρόνια απουσίας, τα πρώτα έξι χρόνια της ανεμελιάς που σιγά σιγά οδηγούσε στην αντίληψη και στο τελικό αδιέξοδο τώρα.
Πόσο γρήγορα περνούν τα χρόνια! Σε λίγο θα κλείσουμε την πρώτη εικοσαετία και τίποτα δεν έχει μπει στη θέση του. Η απόγνωση ήταν τέλεια.

Ακαθόριστη όμως παρέμενε η στάση και οι σκοποί της αρκούδας.
Την εικοστή έκτη μέρα κάθε χρόνου εξαφανιζόταν.
Κανένας δεν ήξερε πού είχε κρυφτεί και τι προσπαθούσε να πετύχει. Αν όμως κάποιος είχε την πρόνοια να το σκεφτεί και να την ακολουθήσει θα παραξενευόταν πολύ όταν διαπίστωνε ότι η κρυψώνα της ήταν το κουβούκλιο στο λούνα παρκ. Είχε μάθει να χειρίζεται στην εντέλεια τους πολύπλοκους μοχλούς και μόλις έφτανε το βράδυ της μέρας εκείνης, οι μοχλοί ανέβαιναν, οι κούνιες άρχιζαν να κινούνται, οι ρόδες να γυρίζουν και η μουσική ακουγόταν όλο και πιο δυνατά. Ανάμεσα στο θόρυβο ξεχώριζαν ιταλικές φωνές και γέλια.
Η αρκούδα τότε έβγαινε από το κουβούκλιο, έπαιζε -ευτυχισμένη όπως κάποτε- με τις κούνιες, χόρευε άχαρα και ηλίθια, και μετά από μια ώρα φρόντιζε να κατεβάσει όλους τους μοχλούς, να κλείσει τα μηχανήματα και το λούνα παρκ κοιμόταν ως τον επόμενο χρόνο που η αρκούδα θα ξαναπήγαινε.

Όπως πάντα, έτσι κι εκείνη τη χρονιά -είκοσι χρόνια μετά- είχε πάρει την απόφαση να φερθεί διαφορετικά. Όμως την εικοστή έκτη μέρα δεν μπόρεσε. Ακολούθησε πάλι το γνωστό δρόμο και με τα άτσαλα βήματά της προχωρούσε βιαστικά για να φτάσει στο γνωστό μέρος.
Έκπληκτη είδε ότι το λούνα παρκ ήταν ζωντανό -η μουσική ακουγόταν δυνατά, οι κούνιες κουνιόντουσαν, οι ρόδες γύριζαν και τα πολύχρωμα φώτα αναβόσβηναν. Μέσα σε όλη τη φασαρία ξεχώριζαν τα γέλια και οι ιταλικές φωνές και μια άσπρη σημαία που άστραφτε.
Η αρκούδα έτρεξε και άρπαξε θριαμβευτικά τη σημαία και την τύλιξε γύρω της. Η σημαία ζέστανε την αρκούδα και κόλλησε πάνω στο μαλλιαρό της σώμα.
Χαρούμενη η αρκούδα γύρισε πίσω στο χωριό της όπου κανένας δεν την αναγνώρισε.

Μια αλλαγμένη αρκούδα!
Μια γριά αρκούδα μετά από τόσα χρόνια κρύου μπόρεσε να ζεσταθεί!

επόμενο

 
  • Περιεχόμενα
  •