"Περίμενε!" αναφώνησεν
εκείνος. "Πού πηγαίνεις μικρή μου κατσικούλα;"
Απάντηση δεν έλαβε, η λευκή κατσίκα έτρεχε μανιασμένα προς τον γκρεμό.
"Αγαπημένη,
περίμενε", έκραξε και πάλι και με βήμα ταχύ προσπάθησε
να την προλάβει. Και
πράγματι, την ύστατη στιγμή, πριν εκείνη καταποντιστεί
εις την
άβυσσον, επρόλαβε να την αδράξει από την ουρά. Με κόπο υπεράνθρωπο κατόρθωσε
να την επαναφέρει σε στέρεο έδαφος και κάθιδρος την ενηγκαλίσθη με λυγμούς
λέγοντας, "χωρίς εσέ, αγαπημένη κατσικούλα, απ'τον καϋμό μου θα πέθαινα.
Ευθύς μετά από εσέ και εγώ στο γκρεμό θα έπεφτα, τέλος στη ζωή μου για να
δώσω. Επιτέλους, πάλι βρισκόμαστε μαζί, ζωντανοί κι ευτυχισμένοι". Μα
ως φαίνεται η αγαπημένη του δεν συμφωνούσε με τα ανωτέρω, την κεφαλήν εγύριζε
να μην τον
αντικρύζει και με τα πόδια κλώτσαγε τον δύστυχο εραστή. "Γιατί καλή
μου με αποφεύγεις", εσφάδαζεν ο δόλιος, "έλα κοντά μου, άσε με
τη γλύκα σου να πιώ". Αίφνης με ένα τίναγμα εκείνη ξέφυγε από την αγκαλιά
του και απομακρυσμένη, επί ενός βράχου, τον κοιτούσε χαμογελώντας ειρωνικά.
Έξαλλος εκείνος
από την άρνηση και την απρεπή συμπεριφορά, ένα λιθάρι έπιασε και με μένος
της το πέταξε. Τι φρίκη! εις το κεφάλι την επέτυχε και νεκρή πίπτει
εις το έδαφος η αθώα λευκή κατσικούλα. Με μεταμέλεια την πλησίασε απελπισμένος,
κλαίοντας, και επί του πτώματος αυτής εσοδόμισεν.
Ισταμπούλ, 5
Φεβρουαρίου '64
