ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΙΛΕΣΣΟΠΟΥΛΟΣ

Παραλλαγές στο Αρχετυπικό Θέμα


Τίποτε πιο επίφοβο από τις λέξεις, όταν πρόκειται κανείς να μιλήσει για το αρχετυπικό θέμα, πόσο μάλλον όταν μιλάει ένας ζωγράφος, που η ουσιαστική του επικράτεια εκτείνεται από τα σύνορα της γλώσσας και πέρα. Οι εσχατιές του βασιλείου του βρέχονται -όπως άλλωστε και εκείνες της γλώσσας- από τον ωκεανό, στα βάθη του οποίου το αρχετυπικό θέμα τραγουδάει ερωτηματικά. Αν τα νερά του αρχέγονου ωκεανού βρέχουν τα παράλια της γλώσσας από τα δεξιά, τότε τα δικά μας βρέχονται από τ' αριστερά, και αντίστροφα. Στις ποιητικές εικόνες η κατεύθυνση είναι απολύτως σχετική, και κάθε μορφής κίνηση παραμένει νοητή, παρηγοριά για μας, τους παράλυτους. Εγκαταλείπουμε, έτσι, την προσπάθεια να ανταγωνιστούμε εκείνους που δολοφόνησαν την Ποίηση, για τους οποίους η επιτάχυνση αφ' εαυτής αποτελεί υψηλό ιδεώδες.

Όταν ο δάσκαλός μου υποστήριζε πως το μυαλό διαθέτει μόνον δυο τρόπους να σκέφτεται, δια λέξεων και δια εικόνων, αναλογιζόμουν πόσο εύκολα μπορεί να φυλακιστεί το απεριόριστο, και μουρμούριζα ένα ηπειρώτικο μοιρολόι, για να στραφώ μετά στη μουσική εκείνη που ούτε λέξεις ούτε εικόνες διαθέτει. Στις πρώτες κιόλας τέσσερις νότες της πέμπτης Συμφωνίας του Μπετόβεν ή στις πρώτες πέντε του Τριστάνου, εμφατικές οι πρώτες, ερωτηματικές οι δεύτερες, αμφότερες μοιραίες, μέσα σ' αυτά τα μοτίβα που δεν είναι καν θέματα, ακουγόταν ο απόηχος του αρχετυπικού θέματος, αποσπασμένου για μια στιγμή από τη βουή του ωκεανού. Αλλά, το ίδιο θέμα αντηχεί επίσης μέσα στις θρυμματισμένες λέξεις και εικόνες που το μυαλό δεν καταφέρνει να διαβάσει.

«Όλα είναι ξέχωρα απ' τον εαυτό τους, είναι ταυτοχρόνως ο εαυτός τους και το αντίθετό του και βρίσκονται συνενωμένα με το αυτό», αναγνωρίζει ο Κώστας Αξελός στο Ερωτηματικό αυτό, καθώς στοχάζεται το αρχετυπικό θέμα, το οποίο μας πλήττει με τα βέλη του ως άλλος έρως. Ρωτούμε από έρωτα κινούμενοι, αν και παράλυτοι, την ίδια στιγμή που έχουμε τεθεί υπό ερώτηση.

«Αν ζωγραφίζω μέχρις τελικής πτώσεως, είναι κυρίως γιατί θέλω να επιλύσω εκατό τοις εκατό το μείζον πρόβλημα», γράφω στις "Αβάσταχτες Κυριακές της ζωγραφικής", και συνεχίζω: «Μοχθώ να μην περιορίσω τον κόσμο μέσα σε πλαίσιο, σε οποιοδήποτε πλαίσιο -πώς θα ήταν άλλωστε δυνατό- παρόλο που εργάζομαι εντός πλαισίων. Ούτε να γίνω έρμαιο του ναρκισσισμού μου, που στην προκειμένη περίπτωση τείνει να ταυτιστεί με την "έκφραση" μου. Ακόμα παραπέρα, δεν ενδιαφέρομαι να παραστήσω ή να αναπαραστήσω, αλλά να φανερώσω αυτό που διαφεύγει της παράστασης και της αναπαράστασης».

Κατ' ανάλογο τρόπο, το αρχετυπικό θέμα διαφεύγει της παράστασης και της αναπαράστασης, πώς αλλιώς θα μπορούσε να συμβαίνει; Ωστόσο, η αντανάκλασή του στα πράγματα, τις καταστάσεις, τα γεγονότα του ύπνου και του ξύπνιου, τους προσδίδει κάποτε τη μυστηριακή αύρα μέσα στην οποία ζυμώνονται και αποκτούν κάτι από το βάθος του ερωτήματος που τα γέννησε και στο οποίο επιστρέφουν. Δια της αντανάκλασης γεννιούνται και οι άπειρες παραλλαγές του αρχετυπικού θέματος, μην το ξεχνάμε.

Από ένα σημείο και πέρα, το βάθος γίνεται αλλόκοτο, όσο και αν ταυτίζεται με τον οικείο στα μάτια μας ορίζοντα ή τα ερέβη και ύψη που αποκαλύπτονται αστραπιαία για να αποσυρθούν την επόμενη στιγμή. Έτσι, διατηρούμε σώας τας φρένας, χωρίς αυτό να αποτελεί παρηγοριά. Παρά ταύτα, το παιχνίδι παίζεται στο μεταίχμιο νηφάλιας εποπτείας και φρενίτιδας.

Το αρχετυπικό θέμα βροντοφωνάζει πως δεν έχει όνομα, πως δεν ορίζεται ούτε υποτάσσεται σε συντεταγμένες. Αν και απροσδιόριστο, παραμένει παρόν, με την πιο απτή έννοια του λόγου. Παρότι αρχετυπικό, προηγείται κάθε αρχής. Ταρακουνάει τον συλλογικό μας παλιμπαιδισμό και τις περισσότερες φορές μας αφήνει όπως ήμασταν και πριν συναπαντηθούμε μαζί του, σχετικά άδειοι, αν και υποψιασμένοι για το παιχνίδι που παίζεται ανάμεσα στο άδειασμα και το γέμισμα, στο ερώτημα και την απάντηση. Παίζοντας, αναβάλουμε την ενηλικίωση μας, που την αποφεύγουμε όπως ο διάβολος το λιβάνι. Αναβάλλοντας την, κερδίζουμε τάχατες χρόνο; Ζωγραφίζοντας, προσπαθώ άραγε να ξανακερδίσω τον χαμένο χρόνο;

Απόστολος Κιλεσσόπουλος