ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΙΛΕΣΣΟΠΟΥΛΟΣ

Κοσμικές πυκνώσεις
του Αλέξανδρου Ευκλείδη


Τα τελευταία χρόνια, ο Απόστολος Κιλεσσόπουλος δημιουργεί μια σειρά έργων που τα ονομάζει Κοσμικούς Χάρτες. Σε αυτούς φαίνεται να καταλήγει ολόκληρη η πορεία του στη ζωγραφική, η οποία χαρακτηρίζεται από τη διαρκή κίνηση προς το γενικό, το κοσμικό. Η σχέση της με μια μεταφυσική αντίληψη του κόσμου είναι εμφανής. Οι πίνακες του έχουν ως σημείο εκκίνησης τους μεταφυσικά ερωτήματα, τα οποία αποκρυσταλλώνονται στον κύκλο της τελευταίας πενταετίας που φέρει τον τίτλο Παραλλαγές στο Αρχετυπικό Θέμα. Εκεί που διαφέρουν από άλλες παρόμοιες προσεγγίσεις της τέχνης είναι στο ότι πολιορκούν αυτά τα ερωτήματα με έναν τρόπο σχεδόν επιστημονικό.

Η ζωγραφική του αγγίζει τα όρια της εμμονής στην προσπάθειά της να εξαγάγει από τις μορφές νόμους, με την ακρίβεια ενός γεωμέτρη. Οι νόμοι που αναζητά, είναι, νομίζω, οι απλούστεροι δυνατοί. Γι' αυτό και τίθενται, ταυτόχρονα στο μορφικό και στο διανοητικό επίπεδο, απλά ερωτήματα: τι είναι φόντο και τι είναι πρώτο πλάνο, τι είναι το επάνω και τι είναι το κάτω, ποια η αλληλεπίδραση των χρωμάτων, τι είναι φως και τι σκιά, τι είναι δραματικό και τι παιγνιώδες, τι είναι το δισδιάστατο και τι το τρισδιάστατο, τι το πύκνωμα και τι η αραίωση, κ.ο.κ.

Δεν είναι τυχαίο, νομίζω, πως η ζωγραφική αυτή δεν ακολουθεί διόλου το ρεύμα της εποχής, η οποία, ενώ θέτει πολύπλοκα ερωτήματα, δίνει, ηθελημένα όσο και μοιραία, ανεπαρκείς απαντήσεις. Το πνεύμα της ζωγραφικής του Κιλεσσόπουλου συγγενεύει σαφώς με το πνεύμα εκείνων των ζωγράφων της Αναγέννησης που έθεταν τα απλούστερα των ερωτημάτων, για να δώσουν τις πληρέστερες και, κυρίως, ωραιότερες απαντήσεις. Η έρευνά του, πολύ λιγότερο από τη σύγχρονη τάση για κατάργηση της έννοιας του έργου, συγγενεύει μ' αυτή του Ουτσέλλο, που επιχειρούσε να βρει την ιδανική μορφή, και να την αποτυπώσει στον ιδανικό πίνακα. Γιατί, εν τέλει, ο πίνακας που φτιάχνει ο Κιλεσσόπουλος είναι ένας. Δεν έχει σημασία αν τελειώνει περισσότερους πίνακες από ένα ζωγράφο της Αναγέννησης. Είμαι βέβαιος πως φτιάχνει ένα και μοναδικό πίνακα, ο οποίος αποτελείται από το σύνολο των δοκιμών του.

Η ιδέα του κοσμικού χάρτη βρίσκεται στον πυρήνα της προβληματικής του, από τη στιγμή που συνδυάζει τη μεταφυσική του οπτική με την επιστημονική προσέγγιση του αντικειμένου που εξετάζει, του κόσμου που μας περιβάλει και που μας περικλείει. Ως χάρτες, τα έργα του αναπαριστούν έναν κόσμο, προσπαθώντας να κάνουν ορατό στην περιορισμένη όραση μας αυτό που διαφορετικά μας ξεπερνάει, όπως κάνει άλλωστε και ένας πραγματικός χάρτης. Ως χάρτες μιας αφαίρεσης, του κόσμου, αναπαριστούν το ασύλληπτο, την ίδια ώρα που το δημιουργούν.

Το πιο χαρακτηριστικό, στα μάτια μου, στοιχείο της ζωγραφικής του Κιλεσσόπουλου είναι τα πυκνώματα. Από πολλά χρόνια ήδη, αυτή έχει ως κεντρικό δομικό μοτίβο πυκνούς χρωματικούς χώρους που συνδιαλέγονται με άλλους, πιο αραιούς ή και (στα πολύ πρόσφατα έργα του) κενούς. Παλιότερα, ο ζωγράφος κατατρυχόταν από το horror vacui που χαρακτηρίζει τόσους ζωγράφους του Μπαρόκ. Γι' αυτό και οι πίνακές του, ιδίως εκείνοι της δεκαετίας του 1980, προκαλούν μια άμεση συναισθηματική αντίδραση με τη χρωματική τους υπερβολή, που θα τη χαρακτήριζα μπαρόκ. Οι πυκνώσεις τότε έφθαναν σε μια ένταση, που όχι τυχαία ίσως θύμιζαν τους ουρανούς του Ελ Γκρέκο. Το χρώμα γνώριζε μία δια της υπερβολής εξύψωση, γινόταν αδιαπέραστο. Στην περίοδο αυτή βλέπουμε πως το νόημα κατέκλυζε τους πίνακες: μυθολογικά και μυστικιστικά θέματα, αρχετυπικά και κοσμικά τοπία, καθώς και μια διαρκώς υποβόσκουσα μουσική θεματολογία.

Η εξέλιξη της ζωγραφικής του Κιλεσσόπουλου τείνει προς μια απελευθέρωση από το νόημα, προς τη διαύγεια στη χρήση του χρώματος, προς την όλο και περισσότερη ύπαρξη κενού χώρου στον καμβά. Τα πυκνώματα εξακολουθούν να πρωταγωνιστούν, αλλά τώρα πια συνδιαλέγονται με το κενό. Όπως ακριβώς συμβαίνει και στο σύμπαν, τα πυκνώματα ύλης βρίσκονται εν τω μέσω ενός αδιευκρίνιστου κενού, αυτού που οι φωτογραφίες αποτυπώνουν, κατά συνθήκη μάλλον, ως μαύρο. Είναι τελικά οι δομές που προκύπτουν μέσα από την ανυπαρξία δομής, από το χάος. Αυτό θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι και το κεντρικό θέμα της ζωγραφικής του Κιλεσσόπουλου, από την αρχή της πορείας του, το οποίο όμως έχει γίνει εξαιρετικά σαφές και καθαρό στα τελευταία του έργα. Είναι χαρακτηριστικό πως, σταδιακά, η ανθρώπινη μορφή, που εμφανιζόταν συχνά μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, εξαφανίστηκε έκτοτε από τα έργα του. Η ήδη πολύ λίγο ανθρωποκεντρική τέχνη του έχασε και τον τελευταίο δεσμό της με το ανθρώπινο και επικεντρώθηκε αποκλειστικά στην περιπέτεια των δομών.

Ένα στοιχείο που έλειπε από τη ζωγραφική του μέχρι πρόσφατα, αλλά έχει γίνει κεντρικό στα τελευταία του έργα, είναι το παιγνιώδες. Η εμμονή στο δραματικό μπλε φόντο, το οποίο αποτελούσε το σήμα κατατεθέν του ζωγράφου, άφηνε σπάνια στο θεατή μια παιγνιώδη αίσθηση, καθώς εκείνο που επικρατούσε ήταν το υψηλό. Το άνοιγμα του ζωγράφου προς άλλα χρωματικά φόντα (θεμελιώδης διαφοροποίηση κατά τη γνώμη μου, με πολλές αισθητικές και νοηματικές προεκτάσεις) έδωσε την ευκαιρία να δούμε τα πυκνώματα ως παίγνια, να συναισθανθούμε την απελευθερωτική επίδραση του χιούμορ πάνω στις αυστηρές μορφές, να νιώσουμε τις καινούργιες του αγωνίες. Σε πολλά από τα τελευταία του έργα, ο Κιλεσσόπουλος απομακρύνεται από το κλασσικό (με την έννοια που δίνει ο Γκαίτε στον όρο) ύφος, χάριν μιας αυτό-υπονομευτικής διαδικασίας, όπου τα στοιχεία του πρότερου έργου του επανέρχονται τώρα ως ειρωνικές υπομνήσεις, ως απαντήσεις του παιγνιώδους στο υψηλό.

Οι τρισδιάστατες κατασκευές αποτελούν μία ακόμη εξέλιξη των τελευταίων χρόνων του έργου του καλλιτέχνη. Βεβαίως, τρισδιάστατες εγκαταστάσεις έκανε από πολύ νωρίς. Ωστόσο, οι αμιγώς τρισδιάστατες κατασκευές από σύρμα και άλλα νήματα, όπως και οι πρόσφατες κατασκευές με σφαίρες, που ανοίγουν στο χώρο τις αναζητήσεις του για την αναπαράσταση του κοσμικού, αποτελούν μια ιδιαίτερη εξέλιξη, που συνδέεται σαφώς, κατά τη γνώμη μου, με την ερευνά του στο σύμπαν των δομών. Αυτό που στις δύο διαστάσεις είχε γίνει αδιαμφισβήτητη κατάκτηση, αποκτά μια άλλη δυναμική στις τρεις διαστάσεις: βλέπουμε κι εδώ την τεχνική του πυκνώματος να υπερισχύει, συνδιαλεγόμενη τώρα πια όχι με το χρώμα, αλλά με τον κενό χώρο.

Οι πίνακές του, χωρίς να πάσχουν από την αρρώστια του ρεαλισμού και των παρεπόμενων του, κρατούν πάντα μια προνομιακή σχέση με τη ζωή. Ο Κιλεσσόπουλος είναι από τους σπάνιους καλλιτέχνες στις μέρες μας, που δε φοβούνται να ανέβουν στο θρόνο του θεού, όταν δημιουργούν, όπως το ευχόταν ο Φλομπέρ. Από εκείνη τη θέση (το ιδανικό ίσως παρατηρητήριο) μπορούν να πλάσουν τον κόσμο από την αρχή και να μας δώσουν μια εικόνα του. Οι πίνακές του έχουν την τάση να βγουν προς το χώρο, να ενσωματώσουν ή και να παγιδεύσουν το θεατή (όπως ο κόσμος μας ενσωματώνει και μας παγιδεύει), να του προσφέρουν "άπειρα σύμπαντα, των οποίων το καθένα έχει το στερέωμά του, τους πλανήτες του, τη γη του (...)." (Πασκάλ).

Η ζωγραφική του Κιλεσσόπουλου βρίσκεται τελικά στο σημείο μεταξύ του μεταφυσικού και του ανθρώπινου, του κοσμικού και του διανοητικού, που αποτελεί, στα μάτια μου, το χαρακτηριστικό εκείνο της τέχνης που την κάνει να παραμένει ακόμη -και για πάντα- τόσο απαραίτητη.

Αλέξανδρος Ευκλείδης
Θεατρολόγος - Σκηνοθέτης