Μια
καλλιτεχνική πρόκληση για τη Θεσσαλονίκη: |
|||
|
|||
Μετά την ολοκλήρωση της εξωτερικής τοιχογραφίας του αμφιθεάτρου της Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ., το φθινόπωρο του 1989, το έργο του Απόστολου Κιλεσσόπουλου προκαλεί πάντα το ενδιαφέρον και ποικίλα σχόλια. Έτσι, νομίζω πως η βασική πρόθεση του καλλιτέχνη να ενεργοποιήσει την ευαισθησία του κοινού και ν' ανοίξει ένα γόνιμο διάλογο μαζί του, εκπληρώνεται με τον καλύτερο τρόπο. Δικαιώνεται, επίσης, ο ρόλος που επιτελεί η μεγάλη εντοίχεια ζωγραφική, όταν βρίσκεται σε δημόσιο χώρο και είναι προσιτή στη θέαση επαϊόντων ή μη. Σε αντίθεση με τη ζωγραφική του καβαλέτου, της οποίας η εμβέλεια είναι περιορισμένη, καθώς στεγάζεται σε κλειστούς χώρους κι όχι πάντα τους ίδιους και απευθύνεται σε λίγους εκλεκτούς, κατόχους ή θεατές, η μνημειακή ζωγραφική, τέχνη κατεξοχήν λειτουργική, από την αρχαιότητα ακόμη, συνήθως στην υπηρεσία της Εκκλησίας ή της Πολιτείας, συνυφαίνεται με την επιφάνεια πάνω στην οποία απλώνεται χωρίς πλαίσιο και περιορισμό, επιδιώκοντας το σεβασμό του αρχιτεκτονήματος αλλά ταυτόχρονα προβάλλοντας και τη δική της αυτονομία. Και από τον ίδιο πάντα χώρο, έστω και σ' ένα περιβάλλον μεταβαλλόμενο, σημαδεύει μέσα στο χρόνο την εποχή και τις ιδιαιτερότητες της δημιουργίας της, ενώ ορίζει έναν ατέρμονα διάλογο με τους συγχρόνους και κατοπινούς θεατές της, ο οποίος σημασιοδοτείται και από την ικανότητα του δημιουργού να δώσει προσωπικές απαντήσεις στις ανθρώπινες ανησυχίες που δεν είναι μόνον αισθητικής φύσης. Γιατί το να υψώσει τη φωνή του σ' ένα δημόσιο και μάλιστα πανεπιστημιακό χώρο σημαίνει για το δημιουργό να δώσει ακριβέστατα το πνευματικό και καλλιτεχνικό του στίγμα, όπου συνοψίζονται όλες οι προηγούμενες κατακτήσεις του και υπάρχουν εν σπέρματι οι μελλούμενες. Η ίδια η αρχιτεκτονική μορφή του κτίσματος, τμήμα πυραμίδας, αποτέλεσε πρόκληση για τον Κιλεσσόπουλο. Η πυραμίδα θεωρήθηκε από τους αρχαίους κι όλας φιλοσόφους πρωταρχικό σχήμα, σύμβολο της γης και του ουρανού, της ζωής και του θανάτου, μήτρα και τάφος συγχρόνως. Στα μεγάλα ταφικά μνημεία των Φαραώ, τις αιγυπτιακές πυραμίδες, κτισμένες με μέτρα που ανταποκρίνονται σε αστρικά δεδομένα, ο ιστορικός χρόνος συναντιέται με την αιωνιότητα. Με τέτοιες προϋποθέσεις, έστω και σε λανθάνουσα κατάσταση, ο καλλιτέχνης αξιοποίησε αισθητικά και φιλοσοφικά τις ιδιαιτερότητες του αρχιτεκτονικού όγκου και αποκατέστησε μια αρμονική και ισόρροπη σχέση μεταξύ του κτιρίου και του διακόσμου. Από την ακανόνιστη κόλουρη πυραμίδα του εξωτερικού κελύφους του αμφιθεάτρου της Πολυτεχνικής, ο ζωγράφος είχε δύο πλευρές στη διάθεση του, τη μακριά που βλέπει προς τη Νέα Εγνατία και τη στενή προς το δρόμο της Βιβλιοθήκης. Το πρώτο τόλμημα ήταν να καταργήσει αυτή την πελώρια εφημερίδα τοίχου, διάσπαρτη από γραμμένα με σπρέυ συνθήματα, αγωνιστικά, πολιτικά, ευκαιριακά, για να προχωρήσει στην αντικατάσταση τους από έναν άλλο εκφραστικό κώδικα βασισμένο στην αρμονία των σχημάτων και των χρωμάτων. Γιατί είναι βέβαιο πως και το καλλιτεχνικό όραμα του δημιουργού περιέχει συνθήματα που δεν είναι όμως κραυγαλέα ούτε βέβαια ευκαιριακά και η ανάγνωση τους προϋποθέτει προσπάθεια και ενεργητική διάθεση από μέρους του θεατή. Στη μακριά πλευρά, ρυθμικές φιγούρες μιας υπερκόσμιας τελετουργικής πομπής ξεκινούν από τις δύο άκρες για να συναντηθούν όχι στο κέντρο αλλά κάπου στον άξονα του κορυφαίου σημείου του τοίχου, όπου εικονίζεται μια μορφή με υψωμένα χέρια•και από εκεί το βλέμμα του θεατή εκτινάσσεται πιο ψηλά, σ' ένα ανάγλυφο κοσμικό σύμβολο. Πέρα από την ορατή πορεία, η όλη σύνθεση προτρέπει σε μια συνεχή άνοδο ως το ιδεατό σημείο της κορυφής της φανταστικής πυραμίδας που σχηματίζεται με τις προεκτάσεις των πλαγίων πλευρών. Η κίνηση, εκτός από τα εικονογραφικά στοιχεία, ενισχύεται και από την ίδια την επιφάνεια του τοίχου, τις διακυμάνσεις της και την καμπύλη απόληξη της. Η χρήση πυκνών χρωμάτων, κυρίως αποχρώσεων του μπλε και του κόκκινου, με την παρεμβολή λίγου κίτρινου, δημιουργεί τη σταθερή βάση της σύνθεσης, ενώ τα αραιότερα χρώματα της ανώτερης ζώνης δημιουργούν την αίσθηση ενός ρευστότερου ατμοσφαιρικού στοιχείου, του αέρα, η ανώτερη αυτή ζώνη επιστέφεται από έναν παράξενο ανάγλυφο ήλιο. Στη στενή πλευρά δεν υπάρχουν ανθρώπινες φιγούρες και σ' έναν κάμπο ανοικτού και σκούρου μπλε κυριαρχεί ένα πολύπλοκο, κατακόκκινο, ανάγλυφο αστρικό σύμβολο. Τέλος, σε κάποια απόσταση από την κοινή γωνία των δύο πλευρών και σε αντίρροπη κίνηση με αυτήν, έχουν τοποθετηθεί τρεις σιδερένιοι δοκοί, λυγερές φιγούρες καμπυλωμένες από τη φωτιά και βαμμένες στο χρώμα της• συγκρατούν κατακόκκινα επίσης συρματόσχοινα που συνδέονται με τους πυρήνες των ανάγλυφων αστεριών και όχι μόνο συντελούν στην οργανική σύνδεση και την αισθητική ισορροπία της όλης σύνθεσης, αλλά προσθέτουν πλάι στα άλλα πρωταρχικά και κυρίαρχα σύμβολα της γης, του αέρα, του νερού και αυτό της φωτιάς. Τα σχήματα, τα χρώματα, οι όγκοι, ευμετάβλητοι κάτω από τους διαφορετικούς φωτισμούς της μέρας και της νύχτας δημιουργούν έναν καινούργιο φανταστικό κόσμο που ξεπερνώντας τις προθέσεις του δημιουργού διαγράφει μιαν αυτόνομη πια πορεία και αποκαλύπτει, όπως λέει ο Ελύτης στην «Ιδιωτική οδό», αναφερόμενος στην καλλιτεχνική δημιουργία, «μια κάτοψη του κόσμου πλησιέστερη προς την πραγματική... Λίγο δεξιότερα, λίγο ψηλότερα, λίγο πιο κόκκινο, λίγο πιο κίτρινο, κι ευθύς να: το φωτάκι ανάβει στον Παράδεισο των κατανοούντων» (Το Βήμα, 11.11.90, σ. Β6). Και μια και η υποδοχή του κοινού της πόλης μας στη ζωγραφική πρόκληση του αμφιθεάτρου της Πολυτεχνικής, όπως φάνηκε και από την έρευνα μιας ομάδας φοιτητών του Αρχιτεκτονικού Τμήματος, υπήρξε θετική, ας ευχηθούμε να υπάρξουν κι άλλες παρεμβάσεις, σε διάφορα σημεία της πόλης μας, ώστε η καλλιτεχνική δημιουργία να διεγείρει γόνιμα και σταθερά την ευαισθησία των συμπολιτών μας. Eυθυμία
Γεωργιάδου-Κούντουρα |