Γυάλινα
ποτηράκια με αραιωμένα χρώματα μαγικά, αποχρώσεις άγνωστες, σχεδόν αφύσικες,
να λαμπυρίζουν πάνω στο πινέλο, το υγρό στοιχείο πρωτόγνωρο σ'
αυτή του την αλλόκοτη, μεταμορφωτική του λειτουργία πάνω στο χαρτί και...
να οι νάρκισσοι στο κωνσταντινουπολίτικο βάζο της τραπεζαρίας ν' ανασαίνουν
μέσα από το διαποτισμένο με χρώματα και σχήματα χαρτί: μνήμες των παιδικών
μου χρόνων, όταν παρακολουθούσα τον αδελφό μου, μαθητή γυμνασίου τότε,
να ζωγραφίζει τις πρώτες του ακουαρέλες.
Πέρασαν χρόνια ωσότου συνειδητοποιήσω και αξιολογήσω το αποθησαύρισμα που
συντελείτο μέσα μου από τις σιωπηλές διδαχές που δεχόμουν στο περιβάλλον
και στον κήπο του πατρικού σπιτιού στην επαρχία και τις εξίσου σιωπηλές
συγκινήσεις που ένιωσα από τις πρώτες επαφές μου με την τέχνη, την ανάγκη
έκφρασης και ερμηνείας με εικαστικό τρόπο των οπτικών και όχι μόνον εμπειριών
από τον κόσμο. Ακόμη βέβαια μοχθώ να κατανοήσω τους τρόπους που η καλλιτεχνική
δημιουργία έχει βρει να διεισδύει στα μυστικά της φύσης τόσο στην άδηλη
όσο και στην εκδηλωμένη μορφή της, ενώ παράλληλα αγαλλιώ με τις ελευθερίες
που έχει κατακτήσει οικοδομώντας τη δική της «φύση», τον ιδιαίτερο χαρακτήρα
και την οντότητά της.
Χειριζόμενη αυτή τη γνώση πλέον, προσεγγίζω την τέχνη του Απόστολου Κιλεσσόπουλου
με μέθοδο που αντικειμενικά να διευκολύνει την παρακολούθηση της εξελικτικής
της πορείας και με ευαισθησία ενισχυμένη από την άμεση ανθρώπινη σχέση
και τη συνεχή εποπτεία του συντελούμενου έργου.
Η ακουαρέλα προσέλκυσε το ενδιαφέρον του Κιλεσσόπουλου από τα πρώτα χρόνια
των καλλιτεχνικών του προσπαθειών. Είδος όχι ιδιαίτερα καλλιεργημένο, απ'
όσο μας είναι γνωστό, στη νεοελληνική τέχνη και απαιτητικό, αφού ελάχιστες
διορθωτικές επεμβάσεις δέχεται και προϋποθέτει τεχνική κατάρτιση στερεή,
εκτέλεση γρήγορη και εμπνευσμένη, αποτελεί προκλητικό πεδίο δράσης για
τον Κιλεσσόπουλο. Του αφιερώνεται αποκλειστικά για ορισμένες περιόδους
ή το δουλεύει εκ παραλλήλου με τα λάδια και τα σχέδια από το 1960 έως σήμερα.
Αντικείμενα καθημερινής χρήσης -μπουκάλια, ποτήρια, φλιτζάνια, βάζα με
λουλούδια, τσιγάρα σε τασάκια-αποτελούν τα κύρια θέματα των νεκρών φύσεων
της περιόδου 1960-1964. Στις συνθέσεις αυτές αναδύεται μια ποιητική διάσταση
της καθημερινότητας, όπου σ' ένα σύθαμπο τρυφερού βλέμματος τα αντικείμενα
αναδεικνύονται οικείοι σύντροφοι ανασυρόμενοι από τη λήθη της φθοράς και
αποδίδονται με αχνά περιγράμματα, απαλή χρωματική διαβάθμιση, σε αόριστο
περιβάλλον τοποθετημένα. Η γερμανική ύπαιθρος αλλά και δρόμοι πόλεων έχουν
τη θέση τους σ' αυτή την περίοδο. Εδώ η διαπραγμάτευση είναι πιο αφαιρετική,
η δομή δυναμική, ο χώρος απροοπτικός, το χρώμα επίπεδο, εξπρεσιονιστικό.
Η επανασύνδεση του καλλιτέχνη με την ελληνική πραγματικότητα κατά την επόμενη
πενταετία εκφράζεται στις ακουαρέλες, που κατά το διάστημα εκείνο αποτελούν
ένα μεγάλο όγκο δουλειάς, ως μία δοξαστική ανασύσταση «ιδανικών» τοπίων
όπου αρχαιοελληνικές μνήμες αναβιώνουν μέσω συμβολιστικών αποδόσεων του
φυσικού και αστικού χώρου: ήλιοι, θάλασσες, φεγγάρια, ακρογιάλια, βάρκες,
κυπαρίσια, οικισμοί, σπαράγματα μνημείων, άλλοτε σε πυκνή χρωματικά και
σχεδιαστικά σύνθεση κι άλλοτε σε αραιή, λιτή, αποτέλεσμα ευέλικτης και
αποφασιστικής κίνησης του πινέλου στην επιφάνεια. Και εν μέσω αυτών ανθρώπινες
μορφές, εύρωστες ή αχνές, πρωτοστατούν σε μια τελετουργία μυστική, διακριτικά
επικλητική ή θρηνώδη. Το ύφος όμως μεταβάλλεται σύντομα φέροντας έντονα
τις επιπτώσεις μιας σκοτεινής περιόδου: οι ανθρώπινες μορφές, που μοιάζουν
ανυπεράσπιστες στη γυμνότητά τους, εντάσσονται σε ασφυκτικούς πολεοδομικούς
όγκους, η συμβολική, αποσπασματική παρουσία ζώων, φυτικών μοτίβων, ήλιων,
φεγγαριών επιτάσσει την αγωνιώδη ατμόσφαιρα. Ταυτόχρονα υπάρχουν σειρές
έργων με γυμνά, όρθια ή ανακεκλιμμένα, μόνα τους ή σε εναγκαλισμό, εκπέμποντα
σφύζουσα ερωτική ρώμη ή θνησιγενή ερωτική ανάταση. Ακολουθούν έργα με πιο
προχωρημένη αφαίρεση, αφού εδραιώνεται πλέον η προσωπική σημειολογία του
καλλιτέχνη η οποία, αποβάλλοντας ολοένα περισσότερο τις άμεσες συνειρμικές
αναφορές σε ιδέες και σχήματα γνωστά, μιλά με τα δικά της μέσα για τον
δικό του εσωτερικό κόσμο.
Κατά τη δεκαετία του 1970 η τάση αυτή καλλιεργείσαι με βραδύτερο ρυθμό,
αφού το βάρος δίνεται στα λάδια που αυξάνονται σε ποσοστό και μέγεθος.
Από τα μέσα της δεκαετίας τα δρώμενα μεταφέρονται σ' έναν κόσμο-μεταίχμιο
που διαλύεται και αναδημιουργείται μέσα από αντιμαχόμενες δυνάμεις. Παρατηρείται
μία εκρηκτική δράση σ' όλη την επιφάνεια των έργων. Ο τρόπος που το φως,
η κίνηση και η χρωματική αλληλοδιείσδυση συντίθεται, δίνει την αίσθηση
ότι λειτουργούν μέσα από την ενεργειακή τους διάσταση. Ανθρωποκεντρικός
παραμένει ο προβληματισμός ακόμη και σε έργα όπου μόνο ίχνη διαφαίνονται
της ανθρώπινης παρουσίας. Όπως και παλαιότερα έχει επισημανθεί «οι ανθρώπινες
μορφές μέσω αινιγματικών νευμάτων, δρούνε και δέχονται επιδράσεις σε μια
παλινδρομική κίνηση από τα υπόλοιπα στοιχεία του πίνακα, ο οποίος ταυτίζεται
με τον Κόσμο. Η αέναη μεταστοιχείωση καθορίζει το ζωγραφικό γίγνεσθαι μέσα
από τη συνεχή παραπομπή του ενός στοιχείου στο άλλο, από την ακριβή, λεπτομερή
και πυκνή διατύπωση στην ελεύθερη, δαιδαλώδη και αχνή».
Ακουαρέλες και λάδια, ως χρωματική διαπραγμάτευση και γενικότερη υφολογική
κατεύθυνση, αλληλοσχετίζονται άμεσα. Είναι πάντως αμφίβολο αν -και κατά
πόσο- η διαφάνεια που επιδιώκεται συχνά στα λάδια προέρχεται από ανάλογες
κατακτήσεις που επιτεύχθηκαν στην ακουαρέλα.
Την πλήρη υδαρή λάμψη της η ακουαρέλα κερδίζει από το 1980 και μετά. Είτε
πρόκειται για τις σειρές με τους «Ποδηλάτες», τους «Χαρταετούς» και τα
«Θαλασσινά» με τις βάρκες είτε για τα αφηρημένα «Κοσμικά τοπία», μέσα από
την ασφάλεια της τεχνικής αναδεικνύεται το ευμετάβλητο υδάτινο στοιχείο
σε αλχημικό μέσο διαμόρφωσης του κόσμου. Ενός κόσμου του οποίου τη μικρογραφία
φέρουμε μέσα μας, άσχετα αν στη συμπαντική αέναη δράση του προκαλεί δέος
ή αγεφύρωτη απόσταση, υλική και πνευματική.
Το ξετύλιγμα αυτού του κόσμου στις πολλαπλές εκφάνσεις του συντελείται
κατά τα τελευταία χρόνια σχεδόν ισότιμα στα τρία είδη που κυρίως απασχολούν
τον Κιλεσσόπουλο -σχέδια, ακουαρέλες, λάδια- ως συνέπεια της πεποίθησής
του ότι «αυτό που ονομάζουμε θέμα σ' ένα έργο είναι συνήθως το κορμί του
κι ό,τι αποκαλούμε μήνυμα είναι μονάχα ο αντικατοπτρισμός της ανάγκης μας
να οδηγηθούμε», χωρίς το γεγονός αυτό να αναιρεί την αυτοτέλεια του καθενός
είδους.
Μία διαχρονική, επιλεκτική παρουσίαση των υδατογραφιών, όπως για πρώτη
φορά επιχειρείται στην έκδοση αυτή, αποτελεί για μεν τους ειδικούς υλικό
χρήσιμο για μια καταρχήν κατάταξή τους, για δε το ευρύ κοινό, πέρα από
την αισθητική χαρά, δίοδο προς βαθύτερη επικοινωνία με τα έργα, ειδωμένα
μέσα από τις εξομολογητικές γραμμές των «Ημερολογίων Εργασίας» του καλλιτέχνη,
οπότε ο ρόλος του ιστορικού της τέχνης αποδεικνύεται όλως δευτερεύων.
Kάτια
Κιλεσοπούλου
Ιστορικός Τέχνης
|