Η
σύνδεση μου με το έργο του Απόστολου Κιλεσσόπουλου είναι διττή: συντελείται
μέσα από τον ανθρώπινο παράγοντα, αφού υπάρχει η στενή συγγενική σχέση
και, ταυτόχρονα, μέσα από την απόσταση του ιστορικού της τέχνης που, επί
χρόνια, παρακολουθεί την εξέλιξη του. Δεν ξέρω αν αυτό αποτελεί έναν ιδανικό
συνδυασμό συνθηκών προσέγγισης του έργου τέχνης, πιστεύω όμως, ότι είναι
ένας συνδυασμός, ικανός να υπερσκελίσει τον ύφαλο του ψευδοδιλλήματος της
αντικειμενικότητας, που παιδεύει τους μελετητές της σύγχρονης τέχνης, κατά
την επιστημονική τεκμηρίωση των εκτιμήσεων τους.
Σαν αυτόπτης μάρτυρας της δημιουργίας τόσων πινάκων, μετανιώνω που, ως
τώρα, δεν κατέφυγα στη βοήθεια της φωτογραφίας, για να καταγράψω τα στάδια
μεταμόρφωσής τους. Γιατί, έτσι, θα αποδεικνυόταν πόσο η διαδικασία είναι
το ίδιο σημαντική με την τελική διατύπωση. Ο πυρήνας όμως της τελευταίας
σα ζωγραφική έκφραση, παραμένει απρόσιτος στη γλωσσική προσέγγιση και ξεπερνά
τις οποιεσδήποτε περιγραφές και ερμηνείες, αποδεικνύοντας την αυτονομία
και τη μοναδικότητα της οντότητας της.
Χρησιμοποιώντας πινέλο μικρό, αλλά και συχνά απ' ευθείας τα δάχτυλά του,
ξεκινάει τον πίνακα -και αναφέρομαι στα έργα της περιόδου από το 1970 και
μετά, των οποίων το μέγεθος κυμαίνεται από μεσαίο ως μεγάλο- δημιουργώντας
χρωματικές ενότητες που η σύσταση τους αρχικά είναι αραιή, σχεδόν νεφελώδης.
Οι χρωματικές περιοχές, σιγά-σιγά, αλληλοεισδύουν έτσι ώστε πυκνώνοντας
να μορφοποιούνται σε στοιχεία που, άλλοτε είναι αναγνωρίσιμα -όπως υδάτινο,
αέρινο, ίχνη ανθρώπινης παρουσίας- κι άλλοτε είναι σημάδια μυστικά μιας
γραφής συμπυκνωμένης, που αποκτά υπόσταση μόνο μέσω αυτής της συγκεκριμένης
εικαστικής δράσης και δεν νοείται ανεξάρτητα από αυτήν. Τα στοιχεία αυτά
είναι πλασμένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αισθανόμαστε ότι εκλύουν ενέργειες
πέραν αυτών της φύσης, τουλάχιστο της ορατής, αφού η επιστήμη πλέον, επιβεβαίωσε
τις εικόνες και τις καταστάσεις που η καλλιτεχνική διόραση έχει προ πολλού
συλλάβει και αποτυπώσει.
Μ' αυτή την έννοια, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια ζωγραφική, στην
οποία τα άδηλα βρίσκουν τρόπο να φανερωθούν και οι ανθρώπινες μορφές, μέσω
αινιγματικών νευμάτων, δρούνε και δέχονται επιδράσεις, σε μια παλινδρομική
κίνηση, από τα υπόλοιπα στοιχεία του πίνακα, ο οποίος ταυτίζεται πλέον
με τον κόσμο• έναν κόσμο-μεταίχμιο, που γεννιέται και διαλύεται την ίδια
στιγμή, και εκδηλώνεται μέσα από αποχρώσεις -όχι μόνον υλικού χαρακτήρα,
αλλά και ψυχολογικού- τόσο διαβρωτικές, οι οποίες μπορούν να παγιδεύσουν
τον εφησυχασμένο θεατή, που φοβάται τους μεγάλους κλυδωνισμούς, σε μια
ατμόσφαιρα αρμονίας δεδομένης και όχι ζητούμενης, όπως πραγματικά είναι.
Παράλληλα με αυτό τον τρόπο ξεκινήματος, ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί κι
έναν άλλο, βίαιο και γοργό, με σπάτουλα και πλατιές πινελιές. Αποθέτει
το χρώμα συμπαγές και επίπεδο, χωρίς να το δουλεύει σε πολλαπλές διαστρωματώσεις.
Στη συνέχεια, επεμβαίνει σε ορισμένα μόνο σημεία, χειρονομιακά, χειριζόμενος
το σωληνάριο σα γραφίδα απ' ευθείας στον καμβά, με αποτέλεσμα την επί μέρους
αναγλυφότητα.
Είναι επίσης και εκείνοι οι πίνακες, που η εκτέλεση τους μοιάζει με αυτόματο
ξετύλιγμα, αφού, ξεκινώντας από αριστερά προς τα δεξιά, ή από πάνω προς
τα κάτω και αντίστροφα, απλώνονται σε ολοκληρωμένη διατύπωση χωρίς εκ των
υστέρων προσθήκες.
Το φως και η κίνηση, έτσι όπως προκύπτουν μέσα από επίμονες διαδικασίες
επεξεργασίας του υλικού -που δεν θα ήθελα να το καθορίσω μόνο σα μέσο αλλά
και σαν δυναμικό που διαθέτει ο καλλιτέχνης- αποτελούν τους δύο βασικούς
παράγοντες από τους οποίους εξαρτώνται οι μεταμορφώσεις ενός πίνακα κα
το τελείωμα του. Η ολοκλήρωση του δηλαδή, έχει άμεση σχέση με την παλμικότητα
που εκπέμπεται. Σ' αυτή τους τη σύσταση, ίσως, οφείλεται και ο ιδιαίτερος
τρόπος με τον οποίο αντιδρούν τα έργα στο φως: η παλμικότητα τους διατηρείται
κάτω από διαφορετικές φωτιστικές συνθήκες, είτε, δηλαδή, το φως πέφτει
άπλετο σ' όλη την επιφάνεια τους, είτε κινείται αργά πάνω τους. Όπως ο
προβολέας του υποβρύχιου εξερευνητή, φωτίζοντας τα βάθη της θάλασσας αποκαλύπτει
καινούργιες εικόνες, έτσι και εδώ, ο θεατής ανακαλύπτει αιφνιδιαστικά ευμετάβλητες
καταστάσεις, καθώς κινεί το βλέμμα του πάνω στα έργα• καθώς παρακολουθεί
αυτήν την αέναη μεταστοιχείωση όπου, το ζωγραφικό γίγνεσθαι καθορίζεται,
κάθε φορά, από τη συνεχή παραπομπή του ενός στοιχείου στο άλλο• από την
ακριβή, λεπτομερή και πυκνή διατύπωση, στην ελεύθερη, δαιδαλώδη και αχνή.
Και αυτός είναι ίσως ο λόγος που του δημιουργείται η ανάγκη να επανέρχεται
στα ίδια έργα, αποκομίζοντας νέες εμπειρίες, μέσα από τους συσχετισμούς
που κάνει.
Παρόλο που είναι ζωγράφος της ημέρας, όπως λέει ο ίδιος, εργάζεται και
τη νύχτα, γιατί δεν του αρκούν οι ώρες του φυσικού φωτός. Ζωγραφίζει πάντα
σε κλειστό χώρο, κυρίως στο εργαστήριο του, ακούγοντας συνεχώς μουσική.
Στην προκειμένη περίπτωση, η μουσική λειτουργεί ευεργετικά για τον ίδιο,
σαν ασπίδα απομόνωσης, αλλά βασανιστικά για τους γύρω του. Αξιοσημείωτο
είναι ακόμα ότι, από ένα σημείο και μετά, απομακρύνεται από το έργο του
σε βαθμό αδιαφορίας. Όταν μάλιστα περνά περιόδους έντονης αυτοκριτικής,
ανενδοίαστα κακομεταχειρίζεται ή και καταστρέφει εργασίες που δεν τον ικανοποιούν.
Αυτή είναι μία από τις ενδείξεις της τάσης του να μην ανέχεται τις συμβατικότητες,
τα κενά, τις ελλείψεις του εαυτού του και της καθημερινότητας. Έτσι, οδηγείται
στη μετάπλαση, στην ανάγκη δημιουργίας ισορροπίας, στην επιδίωξη της ενότητας
σε όλα τα επίπεδα, που καταλήγει, εικαστικά, στο συνολικό έργο.
Μπορεί να γεννηθεί εύλογα το ερώτημα, σε μια εποχή όπου καταργούνται οι
ζωγραφικοί τρόποι έκφρασης, όπου το μέσον γίνεται σκοπός και η εικόνα της
βόμβας διακοσμητικό στους χώρους των σπιτιών μας, τι θέση κατέχει μια ζωγραφική
σαν του Κιλεσσόπουλου. Προτείνεται μια ουτοπία ή ερευνάται η ουσία των
καταστάσεων της ζωής σε βάθος και σε έκταση ικανή να αγγίξει τον άνθρωπο;
Παρατηρούμε ότι το χρώμα λειτουργεί στην ζωγραφική του σαν το κυριότερο
μέσο συντονισμού του θεατή με το έργο. Τον αγγίζει και αισθητηριακά πλέον,
μέσα από τα διαφορετικά μήκη κύματος και τις συναφείς συχνότητες του. Στην
περίπτωση μάλιστα των σχεδίων, ή ιδιότητες, του λευκού να περιέχει όλα
τα χρώματα, και του μαύρου να προκύπτει από την απορρόφηση τους, να υπάρχει
δηλαδή με την απόλυτη δεκτικότητα του, εντατικοποιούνται στο έπακρο, καθώς
αντιπαραβάλλονται δραματικά.
Μέσα από την ενεργειακή λοιπόν δύναμη του χρώματος, αποδίδεται εικαστικά
ο αγώνας, στην αρνητική και θετική έκβαση του, που κάνει ο δημιουργός για
την επίτευξη της ισορροπίας. Στο αποτέλεσμα, στους κόσμους που δημιουργεί
ο Κιλεσσόπουλος, παρεμβαίνει και το κάθε είδους σκουπιδαριό που συσσωρεύει
ο πολιτισμός μας, δηλωμένο όμως με την ενεργειακή του πάλι υπόσταση, όπως
κατακάθεται στο εσωτερικό του ανθρώπου. Στον ερεθισμό αυτής της περιοχής
αποσκοπεί και η τοποθέτηση αντικειμένων κοινής χρήσης μέσα στα περιβάλλοντα
του, αφού όμως πρώτα έχουν υποστεί χρωματική επεξεργασία. Γιατί, επιδιώκεται
η αναμόχλευση του ψυχολογικού μηχανισμού που, σε ένα βαθύτερο επίπεδο από
ό,τι η κρίση, θέτει τα ουσιωδέστερα ερωτήματα, αλλά βρίσκει και τις κατ'
εξοχήν λυτρωτικές λύσεις.
Η υπολανθάνουσα λειτουργία του σχεδίου καθορίζει τη δομή του πίνακα, επιβάλλοντας
μια εσωτερική προσωπική γεωμετρία στο σύνολο. Απόλυτα ταυτισμένο με το
χρώμα, το σχέδιο σπάνια τώρα πια διαγράφεται με τον τεκτονικό τρόπο που
βλέπαμε στα έργα του 1970-1975. Συμβάλλει στην προβολή των δυνάμεων που
αντιμάχονται στη ζωγραφική του. Οι δυνάμεις αυτές, όσο μετουσιωμένες και
κατακερματισμένες κι αν παρουσιάζονται, θίγουν προβλήματα που αφορούν τον
καθένα μας, προκαλώντας ή αναστατώνοντας, ενοχλώντας ή γοητεύοντας με την
αισθητική τους παρουσία.
Κάτια
Κιλεσοπούλου
Ιστορικός της Τέχνης
|