Aπόστολος Κιλεσσόπουλος

του Άλκη Χαραλαμπίδη


Ο Απόστολος Κιλεσσόπουλος έχει συμπληρώσει περισσότερα από εικοσιπέντε χρόνια θητείας στη ζωγραφική. Αν και για να μελετήσει κανείς την πορεία του οδηγείται από μεθοδολογική ανάγκη στην κατάτμηση της, δεν υπάρχει αμφιβολία -κι αυτό πρέπει να τονιστεί από την αρχή- ότι πρόκειται για έναν καλλιτέχνη που η δημιουργία του έχει ενιαίο χαρακτήρα. Αυτό σημαίνει πως είναι σαφής η αφετηρία, συνεπής η ανέλιξη και ελεγχόμενο το αποτέλεσμα των προσπαθειών του για την κατάκτηση πρώτα μιας τεχνικής που να τον υπηρετεί, για τον προσδιορισμό των θεματικών του επιλογών, για τον προσανατολισμό των στυλιστικών του ανιχνεύσεων, γενικότερα για τη συγκρότηση και μορφοποίηση του οράματος του.
Τα πρώτα αξιόλογα έργα του Κιλεσσόπουλου παρουσιάζονται γύρω στα 1960. Τότε αρχίζει η πρώτη περίοδος της δουλειάς του, που θα διαρκέσει ως το 1964 -είναι τα χρόνια που ζει στη Γερμανία- και θα αφήσει ένα σύνολο από έργα: σχέδια, ακουαρέλες, λάδια -όλα σε μικρά ή μεσαία μεγέθη- καθώς και μερικά αξιόλογα δείγματα γλυπτικής και σκηνογραφίας. Τον απασχολεί το τοπίο -ελεύθερο ή αστικό- η νεκρή φύση και το ανθρώπινο σώμα, με επικρατέστερα χρώματα το μπλε, το φαιό, το ξεθωριασμένο κίτρινο και κόκκινο, το τυρκουάζ. Αυτά, με τη συμπαράθεσή τους, υποβάλλουν την αίσθηση του βάθους στους πίνακες, μια και οι κανόνες της γεωμετρικής προοπτικής παραμερίζονται συνειδητά. Η εξπρεσσιονιοτική διάθεση είναι προφανής. Οι ακουαρέλες του ιδιαίτερα θυμίζουν έργα του Kandinsky με τοπία της περιοχής του Murnau της Βαυαρίας, ενώ συχνά η σχηματοποίηση και η αφαίρεση πλησιάζουν πίνακες του Feininger.
Το 1964 ο καλλιτέχνης επιστρέφει στην Ελλάδα και εγκαθίσταται στην Αθήνα. Συνεχίζει να εργάζεται με ελαφρά υλικά, με προτίμηση στο μπλε και στο κόκκινο χρώμα. Το τοπίο παρουσιάζεται σαν μια σύντμηση και ανάπλαση γήινων και ουράνιων στοιχείων, τα γυμνά απεικονίζονται συνήθως σε ακρογυάλια με ανοιχτό ορίζοντα και οι νεκρές φύσεις επίσης στον ελεύθερο χώρο. Παράλληλα όμως προσαρτώνται και καινούργια μοτίβα στις συνθέσεις του: βάρκες, φεγγάρια και μισοφέγγαρα, ήλιοι και επιτύμβια γλυπτά. Έμφαση δίνεται στα σχεδιαστικά στοιχεία και ο χώρος τις περισσότερες φορές είναι ασφυκτικά γεμάτος. Εμφανής γίνεται μια προτίμηση σε τύπους της αρχαϊκής τέχνης, συνδυασμένης μάλιστα με μια συμβολιστική διάθεση. Τα έργα αυτής της περιόδου, που διαρκεί ως το 1970, φέρνουν τη σφραγίδα της επαφής με τον ελληνικό χώρο ύστερα από ένα διάστημα απουσίας και είναι φορτισμένα με ένα πλήθος εμπειρίες και μνήμες που συνδέονται μ' αυτόν.
Στην επόμενη φάση (1970-1974) εμφανίζονται οι πρώτες μεγάλων διαστάσεων συνθέσεις με λάδι, χρησιμοποιείται το κολάζ και συνεχίζονται οι ακουαρέλες. Το γυμνό μεταφέρεται σε αστικό περιβάλλον και οι νεκρές φύσεις δεν παραμελούνται. Από την άλλη μεριά οι ήλιοι και τα φεγγάρια προβάλλουν επίμονα. Το κίτρινο, το μπλε, το μωβ και το μαύρο είναι τα κυριότερα χρώματα. Γύρω στα 1971-1972 πραγματοποιείται ένας επαναπροσανατολισμός με κύριο χαρακτηριστικό τις επιδράσεις από την περιοχή του Κυβισμού και του Ορφισμού. Αφετηρία είναι ο Braque –"Hommage a Braque"- ενώ στην ορφιστική διατύπωση με τα ανάερα χρώματα και τον αφηρημένο χώρο υπάρχει ένας μουσικός πυρήνας, που αντανακλάται άλλωστε και σε τίτλους όπως «Δωμάτιο παιχνιδιών του Μ. Ravel», «Ηχείο» κ.ά. Μόνιμη σχεδόν είναι η αντιπαράθεση των οριζόντιων και κάθετων γραμμών στις καμπύλες. Το 1973-74, όταν αυτή η αντιπαράθεση παίρνει το χαρακτήρα σύγκρουσης ανάμεσα στο ανόργανο και το οργανικό, αποκτά δραματικές διαστάσεις. Οι μορφικές ωθήσεις εντείνονται, τα χρώματα γίνονται βαριά και καταθλιπτικά -γκρίζα, μελανά- οι φόρμες ορίζονται από απότομες κοψιές, περίεργα παραμορφωμένα κεφάλια ξεπροβάλλουν από τους χώρους του απίθανου, εταστικά και απειλητικά μάτια σπέρνονται μέσα σε μια νυχτερινή ατμόσφαιρα. Όλα τείνουν να αποκλείσουν τη δυνατότητα να βρει μια ασφαλή θέση ο άνθρωπος.
Στα τρία χρόνια που ακολουθούν (1975-1978) κυριαρχούν τα λάδια μεσαίων και μεγάλων διαστάσεων. Υπάρχει όμως και ένας περιορισμένος αριθμός από ακουαρέλες και σχέδια με σινική. Η ανθρώπινη μορφή αναγνωρίζεται, το ίδιο και η θάλασσα. Γίνεται όμως σαφές ότι η ένταση που παρουσιάζεται σε έργα του 1973-1974 μεταφέρεται σε κοσμικό επίπεδο χωρίς ωστόσο να εξοβελίζεται πάντα το γήινο τοπίο. Τώρα πια ανταγωνίζονται στοιχειακές δυνάμεις μέσα στο άπειρο. Το σχέδιο υποχωρεί, ενώ το χρώμα -μπλε, λευκό, κίτρινο- πρωταγωνιστεί σε συνδυασμό με την αεικίνητη καμπύλη, όχι μόνο στην επιφάνεια αλλά και στο βάθος, που αρχίζει να μην είναι το τυπικό φόντο, αλλά ένα μέγεθος αυτόνομο, πέρα από τις γνωστές μονάδες μέτρησης.
Γύρω στα 1980 ο καλλιτέχνης αισθάνεται την ανάγκη να αποβάλει σχεδόν ολοκληρωτικά τα παραστατικά στοιχεία. Από το ανθρώπινο σώμα απομένει ουσιαστικά μόνο η χειρονομία, το ίχνος. Παράλληλα ολοκληρώνεται η διαδικασία εξαφάνισης του «ουρανού» με την έννοια του φόντου. Αυτός είναι ίσως και ο λόγος που υποχωρεί αισθητά το μπλε χρώμα, ενώ ταυτόχρονα επιβάλλονται το κόκκινο, το κίτρινο, το πράσινο, το μωβ, όλα έντονα και συχνά φωσφορίζοντα. Η σύνθεση γίνεται εκρηκτική αλλά διατηρείται η ισορροπία της.
Υπάρχει όμως και η εντελώς τελευταία φάση, στην οποία η ανθρώπινη μορφή, γυμνή, επανέρχεται σε μια σουρεαλιστική πλέον διάσταση. Αυτό σημαίνει ότι εικόνες του υποσυνείδητου εκτινάσσονται και σχεδόν αυτόματα αποτυπώνονται στη ζωγραφική επιφάνεια, με στόχο να μορφοποιηθεί η εναγώνια εμπλοκή στο πρόβλημα του έρωτα και της φθοράς.
Με βάση την παραπάνω σύντομη αναφορά στην πορεία του Κιλεσσόπουλου θα μπορούσε κανείς να προχωρήσει σε ορισμένες παρατηρήσεις. Πρόκειται για έναν μόνιμα και γόνιμα πειραματιζόμενο δημιουργό, πρώτα-πρώτα πάνω σε τεχνικές και υλικά. Η προοδευτική αύξηση του μεγέθους των πινάκων του φαίνεται να είναι, ως ένα βαθμό, αποτέλεσμα μιας όλο και καλύτερα θεμελιωμένης επάρκειας στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της τεχνικής, τα οποία λύνει και προχωρεί παραπέρα. Αναφορές στη θεματολογία του έγιναν επανειλημμένα. Θα πρέπει ίσως μόνο, για μια ακόμα φορά, να υπογραμμισθεί η παρουσία του γυμνού, που αποδεικνύεται μόνιμο ζητούμενο. Μ' αυτό συνδέεται ένας αισθησιασμός χωρίς καθορισμένη μορφή, ένας έρωτας, θα 'λεγε κανείς, που σκορπίζει και χάνεται κάπου στο σύμπαν. Από την άλλη όμως μεριά, όπως ήδη επισημάνθηκε, σε ένα μεγάλο μέρος του έργου του Κιλεσσόπουλου, η γυμνή ή καλύτερα, οι γυμνές μορφές, έρχονται να εκφράσουν την απειλή κατά της ίδιας της ζωής•γιατί αν και απεικονίζονται νεανικές και γεμάτες σφρίγος, δεν φαίνεται να κινδυνεύουν μόνον από τις εξωτερικές καταστροφικές δυνάμεις αλλά και από το στίγμα του θανάτου που φέρουν ήδη μέσα τους, φανερό στον τρόπο λειτουργίας τους στη σύνθεση.
Το χρώμα είναι αυτό που κυρίως μας απασχολεί στα περισσότερα έργα του Κιλεσσόπουλου. Αξίζει να θυμηθούμε λ.χ. τα μπλε του, που στέλνουν το μάτι μας σε βάθη μαγικά, βάθη όμως που ελέγχονται αφού ποτέ δεν είναι ολοσκότεινα, επίσης τη λειτουργία του φωτός, που δεν έχει συγκεκριμένη πηγή, είναι πανταχού παρόν και συχνά συγκρούεται δραματικά με το σκοτάδι. Όμως σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να παραγνωρίσουμε το ρόλο του σχεδίου. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο καλλιτεχνών που μπροστά στη γοητεία και τις εκφραστικές δυνατότητες του χρώματος θυσιάζουν το σχέδιο. Ο Κιλεσσόπουλος, αντίθετα, ακονίζει διαρκώς το μόχθο του πάνω σ' αυτό' το νοιώθουμε να στηρίζει ακόμα και τις πιο αφηρημένες του συνθέσεις. Υπάρχει έτσι κάτι επιπλέον που μας πείθει ότι η αφαίρεση δεν του προσφέρεται σαν καταφύγιο κάποιων αδυναμιών αλλά είναι το αποτέλεσμα μιας εικαστικής αναγκαιότητας. Πρόκειται στην ουσία για μια ακόμη διάσταση της δημιουργίας του, αφού σωστό σχέδιο, όπως ο ίδιος πιστεύει, σημαίνει καλή οργάνωση, μελετημένη πορεία, σταδιακή κατάκτηση, κατάφαση του ίδιου του ατόμου, στοιχεία που μας παραπέμπουν στην κοινωνική λειτουργία του έργου τέχνης.
Η φόρμα έχει έναν πρωτεικό χαρακτήρα. Είναι εύπλαστη, βρίσκεται υπό συνεχή διαμόρφωση. Μέσα της ενσταλάζεται ο ίδιος ο δυναμισμός της ζωής, που από ένα σημείο και μετά φαίνεται να μεταφέρεται και στο διάστημα, να γονιμοποιεί τα δρώμενα του σύμπαντος. Οι αντιθέσεις ανάμεσα στη γη και τον ουρανό, το νερό και τη φωτιά, το φως και το σκοτάδι, μετουσιώνονται σε ένα καθολικό κοσμικό δράμα. Οι τίτλοι μερικών έργων είναι αποκαλυπτικοί - «Επιστροφή και διάλυση», «Κοσμικό τοπίο», «Δίνη», «Inferno», «Άδηλη αναπνοή», «Ανακύκλωση», ενώ η ίδια η εικόνα είναι εμποτισμένη με ένα βαθύ και γνήσιο αίσθημα.
Ο Κιλεσσόπουλος συνδέθηκε κατά καιρούς με διάφορα ρεύματα της τέχνης του αιώνα μας. Έχει όμως κατακτήσει έναν μοναδικό προσωπικό τρόπο έκφρασης• έχει αποκτήσει τη δική του ταυτότητα στο χώρο της σύγχρονης ελληνικής τέχνης
.

 

'Aλκης Χαραλαμπίδης
Αναπλ. καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Ζωγραφική και Σχέδια από το 1960 έως το 1988